περικάθαρμα

From LSJ
Revision as of 12:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικᾰθᾰρμα Medium diacritics: περικάθαρμα Low diacritics: περικάθαρμα Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΑΡΜΑ
Transliteration A: perikátharma Transliteration B: perikatharma Transliteration C: perikatharma Beta Code: perika/qarma

English (LSJ)

ατος, τό, A expiation, ib.Pr.21.18. II = κάθαρμα 1.2, περικαθάρματα τοῦ κόσμου 1 Ep.Cor. 4.13, cf. Arr.Epict.3.22.78.

German (Pape)

[Seite 578] τό, = κάθαρμα, Apoll. L. H.; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

περικάθαρμα: τό, καθαρμός, ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = κάθαρμα Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· ἄθλιος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 purification, expiation;
2 objet de purification ; d'où homme ou être impur.
Étymologie: περί, καθαίρω.

English (Strong)

from a compound of περί and καθαίρω; something cleaned off all around, i.e. refuse (figuratively): filth.

English (Thayer)

(περικαθίζω) 1st aorist participle περικαθισας;
1. in classical Greek transitive, to bid or make to sit around, to invest, besiege, a city, a fortress.
2. intransitive, to sit around, be seated around; so in Luke 22:55 Lachmann text

Greek Monolingual

τὸ, Α περικαθαίρω
1. καθαρμός, εξάγνιση
2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα της κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ).

Greek Monotonic

περικάθαρμα: -ατος, τό, καθαρμός, εξαγνισμός, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

περικάθαρμα: ατος τό pl. (му)сор NT.

Middle Liddell

περι-κάθαρμα, ατος, τό,
an off-scouring, refuse, NTest.

Chinese

原文音譯:perik£qarma 胚里-卡他而馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:周圍-向下 舉起
字義溯源:潔淨四散污物,棄物,污穢,骯髒;(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(καθαίρω)=潔淨)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過);而 (καθαίρω)出自(καθαρός)*=潔淨的)。
同義字:1) (κάθαρμα / περικάθαρμα)潔淨四散污物 2) (περίψημα)掃除時四散碎渣 3) (ῥύπος)污穢 4) (σκύβαλον)丟給狗的參讀 (καθαρός)同源字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 污穢(1) 林前4:13