πολιόθριξ

From LSJ
Revision as of 11:03, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιόθριξ Medium diacritics: πολιόθριξ Low diacritics: πολιόθριξ Capitals: ΠΟΛΙΟΘΡΙΞ
Transliteration A: polióthrix Transliteration B: poliothrix Transliteration C: poliothriks Beta Code: polio/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, greyhaired, ἱέρειαι Str. 7.2.3.

German (Pape)

[Seite 655] τριχος, grauhaarig, Strab. 7, 2, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολιὰν τὴν κόμην, ἱέρειαι Στράβ. 293.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
aux cheveux blancs, chenu.
Étymologie: πολιός, θρίξ.

Greek Monolingual

-τριχος, β, ή, ΜΑ
αυτός που έχει ψαρές τρίχες στο κεφάλι του, γκριζομάλλης («προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + -θριξ (< θρίξ, τριχός), πρβλ. λευκό-θριξ].

Greek Monotonic

πολιόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, γκριζομάλλης, αυτός που έχει γκρίζα κόμη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
grayhaired, Strab.