ποικιλόμορφος
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ον, variegated, ἱμάτια Ar.Pl.530; of many shapes, (θεά), of Fortune, Lyr.Alex.Adesp.34.1.
German (Pape)
[Seite 650] von bunter, mannichfaltiger Gestalt, buntfarbig, Ar. Plut. 530 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλόμορφος: -ον, ποικιλόχρους, ποικιλοχρώματος, ἱμάτια Ἀριστοφ. Πλ. 530.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux formes diverses ou changeantes.
Étymologie: ποικίλος, μορφή.
Greek Monotonic
ποικῐλόμορφος: -ον, αυτός που έχει ποικίλη μορφή, ποικιλόχρωμος, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλόμορφος -ον [ποικίλος, μορφή] bont versierd.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλόμορφος: пестрый, разноцветный или узорчатый (ἱμάτια Arph.).
Middle Liddell
ποικῐλό-μορφος, ον,
of varied form, variegated, Ar.