ποτιστάζω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
Dor. for προσστάζω, Pi.O.6.76, P.4.137.
German (Pape)
[Seite 690] dor. statt προσστάζω.
Greek (Liddell-Scott)
ποτιστάζω: Δωρ. ἀντὶ προσστάζω, Πινδ. Ο. 6. 126, Π. 4. 243.
French (Bailly abrégé)
faire tomber goutte à goutte, distiller.
Étymologie: ποτί, στάζω.
English (Slater)
ποτιστάζω distil met. οἷς ποτε πρώτοις ἐλαυνόντεσσιν ποτιστάξῃ Χάρις εὐκλέα μορφάν (vv.ll. ποτιστάζει, -στάξει) (O. 6.76) πραὺν δ' Ἰάσων μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον (P. 4.137)
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) προσστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + στάζω.
Greek Monotonic
ποτιστάζω: Δωρ. αντί προσ-στάζω.
Russian (Dvoretsky)
ποτιστάζω: дор. Pind. = * προσστάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτι-στάζω Dor., over iets heen laten druppelen.