σεμνότιμος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, reverenced with awe, A.Ch.356 (lyr.), Eu. 833.
German (Pape)
[Seite 872] ehrwürdig, Aesch. ἀνάκτωρ, Ch. 352, vgl. Eum. 797.
Greek (Liddell-Scott)
σεμνότῑμος: -ον, σεβάσμιος, διὰ σεβασμοῦ τιμώμενος, Αἰσχύλ. Χο. 358, Εὐμ. 833.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
vénérable.
Étymologie: σεμνός, τιμή.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τιμάται με σεβασμό («ἐμπρέπων σεμνότιμος ἀνάκτωρ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -τιμος (< τιμή), πρβλ. αξιό-τιμος].
Greek Monotonic
σεμνότῑμος: -ον (τιμή), αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, σεβάσμιος, αξιοσέβαστος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σεμνότῑμος: глубоко почитаемый (ἀνάκτωρ Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σεμνότῑμος -ον [σεμνός, τιμή] hooggeëerd.
Middle Liddell
σεμνό-τῑμος, ον, τιμή
reverenced with awe, Aesch.