φιλήδονος

From LSJ
Revision as of 16:00, 17 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλήδονος Medium diacritics: φιλήδονος Low diacritics: φιλήδονος Capitals: ΦΙΛΗΔΟΝΟΣ
Transliteration A: philḗdonos Transliteration B: philēdonos Transliteration C: filidonos Beta Code: filh/donos

English (LSJ)

ον, (ἡδονή) A fond of pleasure, Plb.39.1.10, 2 Ep.Ti.3.4, Epict.Gnom.46, Plu.Galb.1, al., Luc.Herm.16, Max.Tyr.4.2, etc.: τὸ φιλήδονον = φιληδονία (passion for pleasure), Plu.2.1094a. 2 wont to bring delight, Βάκχοιο νᾶμα AP10.118.

German (Pape)

[Seite 1277] das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλήδονος: -ον, (ἡδονὴ) ὁ φιλῶν τὰς ἡδονάς, Πολύβ. 40. 6, 11, Πλούτ. Λουκ., κλπ.· ― τὸ φιλ. = τῷ φιληδονία, Πλούτ. 2. 1094Α. ― Ἐπίρρ. -όνως, Κλήμ. Ἀλεξ. 525. 2) ὁ προξενῶν ἡδονήν, εὐφραίνων, ἐπὶ τοῦ οἴνου, Ἀνθ. Π. 10. 118.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime le plaisir ou qui recherche le plaisir, voluptueux ; τὸ φιλήδονον c. φιληδονία.
Étymologie: φίλος, ἡδονή.

English (Strong)

from φίλος and ἡδονή; fond of pleasure, i.e. voluptuous: lover of pleasure.

English (Thayer)

φιλήδον (φίλος and ἡδονή), loving pleasure: Polybius 40,6, 10; Plutarch, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλήδονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.)
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλήδονον
η φιληδονία.
επίρρ...
φιληδόνως Α
με φιληδονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ήδονος (< ἡδονή), πρβλ. εὐήδονος].

Greek Monotonic

φῐλήδονος: -ον (ἡδονή
1. αυτός που αγαπά την ηδονή, σε Λουκ. κ.λπ.
2. αυτός που διακατέχεται από επιθυμία να φέρνει ευχαρίστηση, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

φιλήδονος:
1) любящий удовольствия, преданный наслаждениям (φ. καὶ φυγόπονος Polyb.; φ. ὁ Πάρις Plut.);
2) дарящий наслаждение: φιλήδονον Βάκχοιο νᾶμα Anth. = οἶνος.

Middle Liddell

φῐλήδονος, ον, ἡδονή
1. fond of pleasure, Luc., etc.
2. wont to bring delight, Anth.

Chinese

原文音譯:fil»donoj 非而-誒多挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-滿足(化)
字義溯源:愛享樂,喜愛的,愛宴樂;由(φίλος)*=親愛)與(ἡδονή)=欣喜)組成,而 (ἡδονή)出自(ἀναψύχω)X*=願意,取悅)
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 愛宴樂(1) 提後3:4