ἀλεής

From LSJ
Revision as of 12:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεής Medium diacritics: ἀλεής Low diacritics: αλεής Capitals: ΑΛΕΗΣ
Transliteration A: aleḗs Transliteration B: aleēs Transliteration C: aleis Beta Code: a)leh/s

English (LSJ)

ές, like ἀλεεινός, in the warmth, ὕπνος S.Ph.859 (lyr.) (codd., Sch.; ἀδεής cj. Reiske.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que está al calor ἀλεὴς ὕπνος ἐσθλός S.Ph.858.

German (Pape)

[Seite 91] ές (nach B. A. p. 380 ἁλεής), ὕπνος, wär mender, erquickender Schlaf, Soph. Phll. 847. Bei Hes. O. 491 wird jetzt richtig ἐπ' ἀλέα λέσχην gelesen, doch ziehen einige Erkl. die vulg. ἐπαλέα vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλεής: -ές, ὅμοιον τῷ ἀλεεινός, θερμὸς ἐν τῷ ἡλίῳ, ὕπνος, Σοφ. Φ. 859 (λυρ.): - οὕτως ἔχουσι τὰ χειρόγραφα καὶ οὕτως ἑρμηνεύει ὁ Σχολ., ἀλλ’ ἡ εἰκασία τοῦ Reiske, ἀδεής, εἶναι λίαν πιθανή.

French (Bailly abrégé)

(ὁ), ὕπνος
sommeil au moment le plus chaud du jour ; sel. d'autres sommeil qui réchauffe.
Étymologie: ἀλέομαι.

Greek Monolingual

ἀλεής, -ές (Α) ἀλέα (ΙΙ)]
ο αλεεινός.

Greek Monotonic

ἀλεής: -ές, σαν το ἀλεεινός, θερμός στον ήλιο, ὕπνος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλεής: ἀλέα I] предполож. согреваемый лучами солнца: ἀ. ὕπνος Soph. полуденный сон.

Middle Liddell

like ἀλεεινός,]
in the sun, ὕπνος Soph.