ἀλκήεις

From LSJ
Revision as of 13:06, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκήεις Medium diacritics: ἀλκήεις Low diacritics: αλκήεις Capitals: ΑΛΚΗΕΙΣ
Transliteration A: alkḗeis Transliteration B: alkēeis Transliteration C: alkieis Beta Code: a)lkh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, Dor. contr. ἀλκᾶς, ᾶντος, valiant, courageous, h. Hom.28.3, Pi.O.9.72, P.5.71, A.R.1.71; of patients, Aret.CA 1.10, al.; strong, ὀϊστοί AP6.277 (Damag.); πίστις Man.4.48: Sup., Poet. ap. Parth.21.3.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. ἀλκάεις Pi.O.9.72, P.5.71
1 de pers. esforzado, animoso Ἀθηναίη h.Hom.28.3, Δαναοί Pi.O.9.72, ἔκγονοι Ἡρακλέος Pi.P.5.71, Ἐρυβώτης A.R.1.71, Ὑψίπυλος A.R.Fr.12.3, ὄρχαμος Nonn.D.17.254
fuerte, resistente ἀ. καί εὔθυμος Aret.CA 2.3.12, ἀλκήεις μέσφι θηρίων Aret.SD 2.5.4, c. ac. de rel. ἀ. τὴν ψυχήν Aret.CA 1.10.13.
2 de cosas vigoroso ὀϊστοί AP 6.277 (Damag.), πίστις Man.4.48.

German (Pape)

[Seite 100] εσσα, εν, stark, muthig, Pind. ἀλκᾶντες Ol. 9, 72; P. 5, 71; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 71. 1, 91; auch H. h. 28; ὀϊστοί Damag. 2 (VI, 277).

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκήεις: εσσα, εν, γενναῖος, πολεμικός, Ὕμ. Ὁμ. 28, Ἀνθ. Π. 6. 277: ὁ Πίνδ. (Ο. 9. 110, Π. 5, 95) ἔχει τὴν λέξιν ἐν Δωρ. συνῃρ. τύπῳ ἀλκᾶς, -ᾶντος.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
fort, courageux.
Étymologie: ἀλκή.

Greek Monolingual

ἀλκήεις, -εσσα, -εν (Α) ἀλκή
1. γενναίος, πολεμικός, θαρραλέος
2. στιβαρός, δυνατός, ισχυρός
3. καρτερικός, ανθεκτικός.

Greek Monotonic

ἀλκήεις: -εσσα, -εν, γενναίος, πολεμικός, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλκήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. ἀλκάεις и ἀλκᾶς сильный, могучий (Παλλὰς Ἀθηναίη HH; Δαναοί Pind.; ὀϊστοί Anth.).

Middle Liddell

[from ἀλκή
valiant, warlike, Hhymn., Anth.