Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀναστολή

From LSJ
Revision as of 13:12, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστολή Medium diacritics: ἀναστολή Low diacritics: αναστολή Capitals: ΑΝΑΣΤΟΛΗ
Transliteration A: anastolḗ Transliteration B: anastolē Transliteration C: anastoli Beta Code: a)nastolh/

English (LSJ)

ἡ, A putting back, τῆς κόμης Plu.Pomp.2. 2 opening up of a fistula, Heliod. ap. Orib.44.23.60.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 vestidura de ángeles, Eus.M.24.605B.
2 apertura, operación de una fístula, Heliod. en Orib.44.20.60.
3 acción de echar atrás ἦν δέ τις καὶ ἀ. τῆς κόμης ἀτρέμα tenía el pelo ligeramente recogido hacia atrás Plu.Pomp.2
represión, sujeción τῆς εὐεπιφορίας τῶν παθῶν Clem.Al.Strom.2.23.147, cf. Eus.PE 6.6.18.

German (Pape)

[Seite 209] ἡ, das Zurückwerfen, κόμης Plut. Pomp. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστολή: ἡ, (ἀναστέλλω) τὸ ἀναστέλλειν, ῥίπτειν πρὸς τὰ ὀπίσω, Πλουτ. Πομπ. 2: ‒ πρβλ. Βιγκελμ. 5. 5, 11. 2) ἡ ἀπογύμνωσις ἕλκους διὰ τῆς ἀνελκύσεως τῆς σαρκός, Ἰατρ. 3) καταστολή, περιορισμός, παθῶν Κλήμ. Ἀλ. 507.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de relever (sa chevelure).
Étymologie: ἀναστέλλω.

Greek Monolingual

η (Α ἀναστολή) αναστέλλω
νεοελλ.
1. δισταγμός, συγκράτηση
2. διακοπή, σταμάτημα
3. αναβολή, παράταση προθεσμίας
αρχ.
1. έλξη προς τα πίσω
2. περιορισμός, αναχαίτιση.

Greek Monotonic

ἀναστολή: ἡ (ἀναστέλλω), ρίξιμο προς τα πίσω, τῆς κόμης, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστολή:откидывание назад (τῆς κόμης Plut.).

Middle Liddell

ἀναστέλλω
a putting back, τῆς κόμης Plut.