ἀναρμοστία

From LSJ
Revision as of 13:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναρμοστία Medium diacritics: ἀναρμοστία Low diacritics: αναρμοστία Capitals: ΑΝΑΡΜΟΣΤΙΑ
Transliteration A: anarmostía Transliteration B: anarmostia Transliteration C: anarmostia Beta Code: a)narmosti/a

English (LSJ)

ἡ, discord, of musical sounds, Id.Phd.03c, 03e, al.: metaph., Dam.Pr.341.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 desacuerdo, falta de armonía ἐν τᾷ ψυχᾷ Theag.1, φθείρεσθαι τὸ ἡρμοσμένον εἰς ἀναρμοστίαν ... τὴν ἀντικειμένην Arist.Ph.188b14, εἶναι ... ἀναρμοστίαν δὲ τὴν κακίαν Plot.3.6.2, cf. Pl.Phd.93c, Ep.344d, Plu.2.746c, Ph.1.5, 2.296, Dam.Pr.341, Procl.in Alc.58, Meth.Symp.3.7.
2 discordancia musical ἀρρυθμία καὶ ἀναρμοστία Pl.R.401a.

German (Pape)

[Seite 205] ἡ, das Nichtzusammenpassen, Unangemessenheit, Ggstz von ἁρμονία, Plat. Phaed. 93 e; neben ἀῤῥυθμία Rep. III, 401 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναρμοστία: ἡ, παραφωνία, ἐπὶ μουσικῶν ἤχων, ἀντίθετον τῷ ἁρμονία, Πλάτ. Φαίδων 93C, Ε, καὶ ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
défaut d'accord, manque d'harmonie.
Étymologie: ἀνάρμοστος.

Greek Monolingual

η (Α ἀναρμοστία) ανάρμοστος
1. το να είναι κανείς ανάρμοστος, αταίριαστος
2. (για ήχο) παραφωνία, δυσαρμονία.

Greek Monotonic

ἀναρμοστία: ἡ, ασυμφωνία, παραφωνία, λέγεται για μουσικούς ήχους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναρμοστία:нескладность, неслаженность, нестройность Plat., Arst., Plut.

Middle Liddell

[From ἀνάρμοστος.]
discord, of musical sounds, Plat.

English (Woodhouse)

musical

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)