ἐκφόριον

From LSJ
Revision as of 15:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφόριον Medium diacritics: ἐκφόριον Low diacritics: εκφόριον Capitals: ΕΚΦΟΡΙΟΝ
Transliteration A: ekphórion Transliteration B: ekphorion Transliteration C: ekforion Beta Code: e)kfo/rion

English (LSJ)

τό, A that which the earth produces, Hdt.4.198 (pl.), LXX Le.25.19 (pl.), Milet.3.149 (ii B.C.), Poll.1.237. II payment assessed on produce, = δεκάτη, Arist.Oec.1345b33; esp. rent paid in kind, ἐ. ἀπότακτον PAmh.2.87 (ii A.D.), cf. PTeb.377.23 (iii A.D.), OGI669.30, etc.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Grafía: graf. ἐχφ- FXanthos 6.23 (IV a.C.)
econ.
1 plu. producto, rendimiento de los frutos de la tierra τὰ ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Hdt.4.198
ingresos, recursos generados por la explotación de tierras FXanthos l.c.
de ahí tb. frutos, cosechas τῶν δὲ ἐκφορίων τῶν γινομένω[ν] ἐν τῇ χώρᾳ Milet 1(3).149.18 (II a.C.), δώσει ἡ γῆ τὰ ἐκφόρια αὐτῆς LXX Le.25.19, cf. Poll.1.53.
2 impuesto sobre el producto de la tierra, diezmo Arist.Oec.1345b32.
3 alquiler, renta de tierras en arriendo, gener. pagada en especie, en sg. o plu. διαλύειν τὰ ἐκφόρια PSI 400.9 (III a.C.), ἐ. τακτόν CPR 18.2.31 (III a.C.), τὰ ἐκφόρια ἧς ἐμεμίσθωτο γῆς PPolit.Iud.12.5 (II a.C.), τ[ὸ] ἐ. τοῦ διελη<λυ>θότος ... ἔτους [ο] ὗ γεωργεῖ[ς αὐτ] ῆς κλήρου PSoterichos 8.5 (I d.C.), λόγος ἐκφορίων τοῦ ιζ (ἔτους) SB 12638.1 (II d.C.), cf. PTurner 35.11 (III d.C.), op. φόροςrenta en metálicoPTeb.377.23, POxy.910.30 (ambos II d.C.), tb. de tierras vendidas por el estado a particulares ἐκφόρια ἀπαιτεῖθαι τῶν ἰδίων ἐδαφῶν ITemple of Hibis 4.32 (I d.C.), a veces tb. pagada en metálico τὸ ἐ. αὐτῶν (τῶν χωρίων) εἰσπράξει SEG 38.1462.29 (Enoanda II d.C.), ἐ. ἀπότακτον PSarap.27.12 (II d.C.), cf. PSI 388.62 (III a.C.).
4 exportación τοῦ μηδὲν ἐ. γίνεσθαι ἐκ τῶν ὑποτεταγμένων αὐτῷ πόλεων Iust.Edict.13.5.

German (Pape)

[Seite 786] τό, das Hervorgebrachte, die Frucht, Poll. 1, 237; die Abgabe, der Zehent, τοῦ καρποῦ Her. 4, 198; Arist. oec. 2, 1; vgl. B. A. 247.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφόριον: τό, ὅ,τι ἡ γῆ παράγει, καρπός, προοίμ. Ἀριστ. π. Φυτ. 2, Πολυδ. Α΄, 237. ΙΙ. πληρωμὴ γινομένη ἀναλόγως τῆς παραγωγῆς, τῶν προϊόντων, ἔγγειος φόρος, δεκάτη, ἐκφόρια τοῦ καρποῦ Ἡρόδ. 4. 198, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 1, 6˙ πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 30.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
impôt sur les productions du sol, impôt foncier.
Étymologie: ἔκφορος.

Greek Monolingual

ἐκφόριον, το (AM)
ό,τι παράγει η γη, καρπός
αρχ.
1. φορολογία της εγγείου παραγωγής, συνήθ. δεκάτη
2. φόρος στη γεωργική παραγωγή που καταβαλλόταν σε είδος.

Greek Monotonic

ἐκφόριον: τό (ἐκφέρω), πληρωμή ανάλογη προς την παραγωγή, σοδειά (έγγειος φόρος), ενοικίαση, εκμίσθωση, δασμός, ο φόρος της δεκάτης (επί των αγροτικών προϊόντων), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκφόριον: τό
1) pl. урожай, сбор (τοῦ καρποῦ Her.);
2) налог с урожая (ἐ. καὶ δεκάτη Arst.).

Middle Liddell

ἐκφόριον, ου, τό, ἐκφέρω
payment on produce, rent, tithe, Hdt.