ἐξεπᾴδω
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
charm away, Pl.Phd.77e, Plu.2.384a:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, S.OC1194.
German (Pape)
[Seite 877] durch Zaubergesänge beschwichtigen, heilen, Plat. Phaed. 77 e. – Pass., sich beschwichtigen lassen, Soph. O. C. 1194.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεπᾴδω: μέλλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω δι’ ἐπῳδῶν, Πλάτ. Φαίδων 77Ε, Πλούτ. 2. 384Α: ― Παθ., ἀλλὰ νουθετούμενοι φίλων ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδονται φύσιν, καταπραΰνεται διὰ φιλικῶν νουθεσιῶν ἐν εἴδει ἐπῳδῆς γινομένων ἡ ἐν ὀργῇ διατελοῦσα ψυχικὴ αὐτῶν διάθεσις, Σοφ. Ο. Κ. 1194.
French (Bailly abrégé)
apaiser par des enchantements, charmer ; Pass. se laisser calmer par des enchantements.
Étymologie: ἐξ, ἐπᾴδω.
Greek Monolingual
ἐξεπᾴδω (Α)
καταπραΰνω με επωδούς
(«χρή... ἐπᾴδειν αὐτῷ ἑκάστης ἡμέρας, ἕως ἄν ἐξεπᾴσετε», Πλάτ.).
Greek Monotonic
ἐξεπᾴδω: μέλ. -ᾴσομαι, καταπραΰνω, μαγεύω, θέλγω με επωδές, σε Πλάτ. — Παθ., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν, με θέλγητρα παραφθείρεται η φύση τους, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξεπᾴδω: исцелять заклинаниями (ἐπᾴδειν τινὶ ἕως ἂν ἐξεπᾴσητε Plat.; τὸ ἐμπαθὲς καὶ ἄλογον τῆς ψυχῆς Plut.; ἐπῳδαῖς ἐξεπᾴδεσθαι Soph.).
Middle Liddell
fut. -ᾴσομαι
to charm away, Plat.:—Pass., ἐξεπᾴδεσθαι φύσιν to be charmed out of their nature, Soph.