βοηδρόμος
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
English (LSJ)
helpful, helping, helper, giving succour, giving succor, running to a cry for aid, one who runs to one's aid, affording ready aid
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. βοα- AP 7.231 (Damagetus), Zonar.123.25C., Sud.
auxiliador, que corre en ayuda ὁρμήσας ποδὶ βοηδρόμῳ E.Or.1290, ὁ β. ... Ἀρισταγόρας AP l.c., en posición pred. β. πάρειμι E.Ph.1432, μῶν βοηδρόμους ὁρᾷς; E.El.963.
German (Pape)
[Seite 451] = βοηδρόμιος, Eur. Phoen. 1441 Or. 1290; Damaget. 6 (VII, 231).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui accourt à l'aide ; secourable.
Étymologie: βοή, δραμεῖν.
Greek (Liddell-Scott)
βοηδρόμος: -ον, (πρβλ. βοηθόος) παρέχων βοήθειαν, βοηθός, ἐπίκουρος, Εὐρ. Φοιν. 1432 · β. ποδὶ ὁ αὐτ. Ὀρ. 1290 · ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Καλλ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλ. 69.
Greek Monolingual
ο
βλ. βοηδρόμιος.
Greek Monotonic
βοηδρόμος: -ον (βοή, δραμεῖν), αυτός που τρέχει για να καλέσει βοήθεια, αυτός που παρέχει αρωγή, που συνδράμει, βοηθός, σε Ευρ.· πρβλ. βοη-θόος.
Russian (Dvoretsky)
βοηδρόμος: дор. βοᾱδρόμος 2 бегущий на помощь (πούς Eur.): ὑστέρα β. πάρειμι Eur. я слишком поздно подоспела с помощью; β. ὑπέρ τινος Anth. спешащий на помощь кому(чему)-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηδρόμος -ον βοή, δραμεῖν te hulp snellend.
Middle Liddell
[βοή, δραμεῖν
running to a cry for aid, giving succour, a helper, Eur.: cf. βοηθόος.