καταπυγοσύνη

From LSJ
Revision as of 22:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῡγοσύνη Medium diacritics: καταπυγοσύνη Low diacritics: καταπυγοσύνη Capitals: ΚΑΤΑΠΥΓΟΣΥΝΗ
Transliteration A: katapygosýnē Transliteration B: katapygosynē Transliteration C: katapygosyni Beta Code: katapugosu/nh

English (LSJ)

ἡ, homosexuality, homosexualism, gayness, queerness, buggerism, unnatural lust, brutal lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
débauche infâme, sodomie.
Étymologie: καταπύγων.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης ὄρεξις, σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμός Λουκ. Ἐνύπν. 32.

Greek Monolingual

καταπυγοσύνη, ἡ (Α)
επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαιοσύνη, εθελημοσύνη)].

Greek Monotonic

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης όρεξη, κτηνώδης ορμή, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

καταπῡγοσύνη: (σῠ) ἡ противоестественный разврат Arph., Luc., Cratinus ap. Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπυγοσύνη -ης, ἡ καταπύγων geilheid.

Middle Liddell

καταπῡγοσύνη, ἡ,
brutal lust, Ar. [from καταπύγων]