κατάρατος

From LSJ
Revision as of 21:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρᾱτος Medium diacritics: κατάρατος Low diacritics: κατάρατος Capitals: ΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: katáratos Transliteration B: kataratos Transliteration C: kataratos Beta Code: kata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, Ion. κατήρητος Herod.5.44, but κατάρητος Schwyzer702.11 (Erythrae, iv B.C.):—
A accursed, abominable, E.Med. 112 (anap.): freq. in Com., ὡς σεμνὸςκατάρατος = pretty arrogant, the bastard Ar.Ra.178, cf. Pax33; ὦ κατάρατε Id.Lys.530, etc.: Comp. καταρατότερος D.18.212: Sup. καταρατότατος S.OT1345 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne d'exécration, maudit;
Cp. καταρατότερος, Sp. καταρατότατος.
Étymologie: καταράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρᾱτος: -ον, ἄξιος κατάρας, κατηραμένος, βδελυρός, Εὐρ. Μήδ. 112· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς σεμνός ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.· συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345· κατάρατος ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839· κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάρατος, -ον) καταρώμαι
ο άξιος κατάρας, ο μισητός.

Greek Monotonic

κατάρᾱτος: -ον (καταράομαι), καταραμένος, απεχθής, βδελυρός, μισητός, σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. -ότερος, σε Δημ.· υπερθ. -ότατος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατάρᾱτος: (τᾱ) достойный проклятия, проклятый Eur., Arph., Arst., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρατος -ον, adj. verb. van καταράομαι, vervloekt, rampzalig.

Middle Liddell

κατάρᾱτος, ον καταράομαι
accursed, abominable, Eur., Ar.; comp. -ότερος Dem.; †sup. -ότατος Soph.

English (Woodhouse)

abominable, accursed, under a curse

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)