κορυνηφόρος

From LSJ
Revision as of 22:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνηφόρος Medium diacritics: κορυνηφόρος Low diacritics: κορυνηφόρος Capitals: ΚΟΡΥΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: korynēphóros Transliteration B: korynēphoros Transliteration C: koryniforos Beta Code: korunhfo/ros

English (LSJ)

ον, A club-bearing, νύμφαι Epic. in Arch.Pap.7.7: as substantive, κ., οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratos, Hdt.1.59, Plu.Sol.30, D.L.1.66. II peasants at Sicyon, Poll.3.83.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui porte une massue ; οἱ κορυνηφόροι « les porte-massues », gardes du corps de Pisistrate.
Étymologie: κορύνη, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνηφόρος: -ον, ῥοπαλοφόρος, Νόνν. Εὐαγγλ. κ. Ἰω. 18, στ. 3· ἐπίθετ. τοῦ Πριάπου ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5960, πρβλ. Ὁράτ. 1 Serm. 8. 4. 2) κορυνηφόροι, οἱ, ἦσαν οἱ ῥοπαλοφόροι σωματοφύλακες τοῦ Πεισιστράτου ἀντὶ τῶν συνήθων δορυφόρων, Ἡρόδ. 1. 59, Διογ. Λ. 1. 66, Πλουτ. Σόλων 30. ΙΙ. οἱ χωρικοὶ τῆς Σικυῶνος, καλούμενοι καὶ κατωνακοφόροι, Πολυδ. Γ΄, 83, πρβλ. Ruhnk. εἰς Τίμ. ἐν λέξ. Πενεστικόν, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 424.

Greek Monolingual

-ο (Α κορυνηφόρος και κορυνοφόρος, -ον)
αυτός που φέρει κορύνη, ροπαλοφόρος
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ κορυνηφόροι
α) οι ροπαλοφόροι σωματοφύλακες του Πεισιστράτου
β) χωρικοί ημιδουλοπάροικοι, προδωρικής καταγωγής, που υπηρετούσαν στη Σικυώνα υπό τις διαταγές Δωριέων ευγενών τών τριών φυλών και έφεραν για οπλισμό κορύνη
γ) αστυνομικό σώμα στην Αντιόχεια του Ορόντη
2. (το αρσ.) προσωνυμία του Πριάπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + -φόρος (< φόρος < φέρω)].

Greek Monotonic

κορυνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που φέρει ρόπαλο· κορυνοφόροι, οἱ, ραβδούχοι, σωματοφύλακες του Πεισίστρατου, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κορῠνηφόρος: ὁ Her., Plut., Diog. L. = κορυνήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνηφόρος -ον [κορύνη, φέρω] subst.: οἱ κορυνηφόροι knotsdragers (lijfwacht van Pisistratus).

Middle Liddell

κορυνη-φόρος, ον φέρω
club-bearing: κορυνοφόροι, οἱ, club-bearers, the body-guard of Peisistratus, Hdt.