πάχετος

From LSJ
Revision as of 21:32, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εὐνοεῖσθαι ὑπό θεῶν και ὑπό γυναικῶν → be liked by gods and women, be loved by gods and women, be favored by gods and women, be favoured by gods and women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάχετος Medium diacritics: πάχετος Low diacritics: πάχετος Capitals: ΠΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: páchetos Transliteration B: pachetos Transliteration C: pachetos Beta Code: pa/xetos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A = παχύς, thick, massive, twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by Hsch. and EM656.53 as sync. from παχύτερον; for the termination cf. περιμήκετος.) 2 tight, of a knot or ligature, Hp. Mul.2.110: neut. as adverb, Id.Cord.6. II in later Ep. as neut. Subst., = πάχος, thickness, Nic. Th.385 (dub.), 387, 465, Opp.H.4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)

German (Pape)

[Seite 539] τό, poet. statt πάχος, die Dicke, Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ πάχετος, größer auch an Dicke.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
épaisseur ; selon d'autres, adj. épais, ou subst. masc., acc. πάχετον pierre massive.
Étymologie: παχύς.

Greek (Liddell-Scott)

πάχετος: ὁ σκοτεινή τις λέξις δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· πάχετος δ᾿ ἦν, ἠΰτε κίων Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, ὅπερ θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ εἶναι πιθανώτερον ὅτι εἶναι ποιητ. τύπος τοῦ παχύς, ὀγκώδης, «παχύς», ὡς τὸ περιμήκετος τοῦ περιμήκης. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = πάχος, τό, παχύτης, ὄγκος, Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.

English (Autenrieth)

παχύς (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.)
2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός
3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος
ο όγκος, το πάχος («τοῦ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ετος (πρβλ. πυρ-ετός, συρφ-ετός). Το επίθημα έχει πιθ. αυξητική σημ. (πρβλ. περιμήκ-ετος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ πάχετος έχει πιθ. σχηματιστεί κατά το: πάχος, (τὸ) ή < πάχεθος (πρβλ. μέγ-εθος) με ανομοίωση].

Greek Monotonic

πάχετος: -ον, φαινομενικά ποιητ. τύπος του παχύς, συμπαγής, ατόφιος, όπως το περιμήκετος του περιμήκης, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πάχετος: (ᾰ) эп. = παχύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάχετος -ον [παχύς] dik.

Middle Liddell

πάχετος, ον,
massive, Od. seemingly a poet. form of παχύς, as περιμήκετος of περιμήκης