πανομιλεί
From LSJ
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
Adv. in whole troops, A.Th.296 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 461] in ganzen Haufen, schaarenweise, neben πανδημεί Aesch. Spt. 278.
French (Bailly abrégé)
adv.
en troupe compacte, en masse.
Étymologie: πᾶν, ὅμιλος.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνομῑλεί: σὺν παντὶ τῷ ὁμίλῳ, μεθ’ ὅλου τοῦ πλήθους, Αἰσχύλ. Θήβ. 296· πρβλ. πανδημεί.
Greek Monolingual
και πανομιλί Α
επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. -εί (πρβλ. παμμελ-εί)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανομῑλεί [πᾶς, ὅμιλος] adv., massaal, en masse.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνομῑλεί: v.l. πανομῑλί adv. целыми полчищами Aesch.