πρόκωπος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
ον, (κώπη) of the sword, A grasped by the hilt, drawn, A. Ag.1651 (troch.), E.Or.1477 (lyr.), al. 2 metaph., ready, A.Ag. 1652 (troch.); ἔχειν π. τὴν δεξιάν Hdn.7.5.4. 3 elongated, Aret. SD2.4 (πρόκοποι codd.); of the os uteri, advanced, Sor.1.34 (Comp., προκοπώτερον cod.).
German (Pape)
[Seite 732] das Schwert am Griffe haltend; Aesch. Ag. 1652; auch ξίφος πρόκωπον πᾶς τις εὐτρεπιζέτω, das Schwert, das Einer bereits am Griffe gefaßt hält, schlagfertig machen, 1651, wie πρόκωπον ξίφος Eur. Or. 1478; πρόκωπον ἔχων τὴν ἅρπην, Luc. D. Mar. 14, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 que l'on tient par la poignée, càd en parl. d'une épée prête pour le combat;
2 qui tient la poignée de l'épée, qui se tient l'épée à la main.
Étymologie: πρό, κώπη.
Greek (Liddell-Scott)
πρόκωπος: -ον, (κώπη) ἐπὶ τοῦ ξίφους, ὁ ἀπὸ τῆς κώπης ἤτοι τῆς λαβῆς κρατούμενος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1651, Εὐρ. Ὀρ. 1477. κ. ἀλλ. 2) μεταφορ., ἕτοιμος, πρόχειρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1652· πρ. ἔχειν τὴν δεξιὰν Ἡρῳδιάν. 7. 5.
Greek Monolingual
-η, -ο / πρόκωπος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος
ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος
αρχ.
1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή
2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.)
3. επιμήκης
4. (για οστό) προεκτεταμένος
5. φρ. «πρόκωπον ξίφος» — προτεταμένο ξίφος που κρατιέται από τη λαβή («ξίφος πρόκωπον πᾱς τις εὐτρεπιζέτω», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κωπος (< κώπη «κουπί, λαβή»), πρβλ. επί-κωπος].
Greek Monotonic
πρόκωπος: ον, (κώπη), λέγεται για ξίφος, αυτό που πιάνεται, που τραβιέται από, σε Αισχύλ., Ευρ. — μεταφ., έτοιμος, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόκωπος -ον [πρό, κώπη] van een zwaard bij het gevest gepakt:. ξῖφος πρόκοπον getrokken zwaard Eur. Or. 1478. van pers. met de hand aan het gevest, slagvaardig. Aeschl. Ag. 1652.
Russian (Dvoretsky)
πρόκωπος:
1) схваченный за рукоятку, т. е. вынутый из ножен, обнаженный (ξίφος Aesch., Eur.; ἅρπη Luc.);
2) схвативший меч за рукоятку: κἀγὼ π. Aesch. и у меня меч в руке.
Middle Liddell
πρό-κωπος, ον, κώπη
of a sword, grasped by the hilt, drawn, Aesch., Eur.:—metaph. ready, Aesch.