γειοφόρος

From LSJ
Revision as of 18:35, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειοφόρος Medium diacritics: γειοφόρος Low diacritics: γειοφόρος Capitals: ΓΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: geiophóros Transliteration B: geiophoros Transliteration C: geioforos Beta Code: geiofo/ros

English (LSJ)

ον, earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).

Spanish (DGE)

-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.

Greek Monolingual

γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.

Greek Monotonic

γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).

Middle Liddell

[γῆ, φέρω
earth-bearing, Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γειοφόρος -ον [γῆ, φέρω die aarde draagt, aarde vervoerend.