διαναπαύω
έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά → Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless | Tell him yourself, poor brother, what it is you need! For abundance of words, bringing delight or being full of annoyance or pity, can sometimes lend a voice to those who are speechless.
English (LSJ)
allow to rest awhile, Hp.Aph.2.48, Arist.Pol.1339b30, Plu.Flam. 4; interrupt, τὸ συνεχές Luc.Am.7; δ. τὴν ταυτότητα relieve the monotony, D.H.Comp.12:—Med., rest awhile, Pl.Lg.625b, Ph.2.197, Porph.Marc.4:—also intr. in Act., Aristid.Or.51(27).17.
Spanish (DGE)
I tr.
1 c. ac. de pers. dar un respiro, dejar descansar αὐτόν Pl.Plt.257c, (τοὺς ἀνθρώπους) ἐν ταῖς ἀπὸ ταύτης ἡδοναῖς Arist.Pol.1339b30, τὴν δύναμιν Plb.5.6.6, 10.29.1, τὸν στρατόν Plu.Flam.4, cf. Ant.38, D.S.13.79, Str.11.8.5, 15.2.7, I.BI 5.23, Hld.10.1.2, ἡμᾶς ἀπὸ τῶν ἔργων ἡμῶν LXX Ge.5.29, τὴν παῖδα Luc.Tox.52, ἑαυτόν Philostr.Iun.Im.2.3, σε Pall.H.Laus.21.4.
2 c. ac. de abstr. interrumpir, hacer cesar, dar descanso a τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ διαναπαῦσαι interrumpir la continuidad de la navegación Luc.Am.7, δ. τὴν ταυτότητα romper la monotonía D.H.Comp.12.10, τὰς ... σπουδὰς ... ταῖς παιδιαῖς Ael.VH 12.15, τοὺς πόνους Gr.Naz.M.36.368A, τὸν θυμὸν αὐτῶν Chrys.M.59.280, cf. Gr.Nyss.Pss.144.15
•c. gen. τῶν πόνων Plu.2.726d, τοῦτον καμάτου διαναπαύσας Eus.LC 68 (p.209).
3 c. ac. de n. concr. asentar, posar, depositar τὴν λάρνακα Eus.VC 4.70.2, en v. pas., de un cadáver, Eus.VC 4.60.3.
II intr. hacer una interrupción, detenerse, descansar τὸ δ. εὐθύς, ἄκοπον Hp.Aph.2.48, cf. Epid.6.12.2, οὐδαμοῦ γὰρ διαναπαύσας Aristid.Or.51.17, cf. Plu.2.136d
•en v. med. mismo sent. διαναπαύεσθαι πυκνά el hacer frecuentes interrupciones Pl.Lg.625b, οὕτω γὰρ ἂν ... τὸ κοπιῶν τοῦ σώματος ... διαναπαύοιτο μάλιστα Hp.Salubr.7, cf. Epid.5.22, ἐὰν διαναπαυσάμενοι παλαίωσι Arist.Pr.867a8, ἵνα μηδένα χρόνον οἱ πολέμιοι διαναπαύσαιντο D.H.6.29, cf. Ph.2.493, διαναπαυόμενος τὰς ἱερὰς ἑβδομάδας tomándose un descanso el sagrado día séptimo Ph.2.197, cf. D.P.Au.3.22, Porph.Marc.4.
German (Pape)
[Seite 591] (s. παύω), dazwischen ausruhen lassen, τινά, Plat. Polit. 257 c; δύναμιν, Pol. 5, 6 στρατόν, Plut. Marcell. 6; Anton. 38; τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ, unterbrechen, Luc. am. 7. – Med., dazwischen ausruhen, sich erholen, Plat. Conv. 191 c; Luc. Necyom. 14.
French (Bailly abrégé)
1 donner un intervalle de repos, laisser se reposer qqe temps, acc.;
2 interrompre;
Moy. διαναπαύομαι prendre un peu de repos.
Étymologie: διά, ἀναπαύω.
Greek (Liddell-Scott)
διαναπαύω: παρέχω εἴς τινα διάλειμμα ἀναπαύσεως, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀναπαυθῇ ἐπ’ ὀλίγον, μετ’ αἰτ., Ἱππ. Ἀφ. 1246, Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 12· διακόπτω τινά, τό συνεχὲς Λουκ. Ἕρως. 7. - Μέσ., ἀναπαύομαι ἐπ’ ὀλίγον, Πλάτ. Συμπ. 191C, Νόμ. 625Β.
Greek Monolingual
(AM διαναπαύω)
1. επιτρέπω την κατά διαλείμματα ανάπαυση
2. παρέχω διαλείμματα αναπαύσεως
3. διακόπτω για λίγο
μέσ. αναπαύομαι για λίγη ώρα.
Russian (Dvoretsky)
διαναπαύω:
1) давать от времени до времени передышку (σῶμα, στρατόν Plut.): δ. δύναμιν Polyb. дать отдых войску; διαναπαύσωμεν αὐτόν Plat. дадим ему передышку; δ. τὸ συνεχὲς τοῦ πλοῦ Luc. сделать остановку после непрерывного плавания;
2) от времени до времени отдыхать Arst., med. Plat., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αναπαύω act. met acc., causat. doen rusten, een pauze gunnen, laten rusten:. τὸ σῶμα het lichaam Hp. Nat. Hom. 15; τὸν στρατόν het leger Plut. Ant. 38.1. onderbreken:. τὸ συνεχὲς τοῦ μεταξὺ πλοῦ δ. de constante vaaretappes te onderbreken Luc. 49.7. med.-pass. intrans. (uit)rusten, een pauze nemen, pauzeren.