εὐδαιμονίζω
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
call or account happy, εὐδαιμόνιζε παῖδα σήν E.Tr.268, cf. X.Mem.2.7.7, Arist.EN1096a2, etc.; τὴν πόλιν Isoc.8.83: c. gen. rei, οὐ… μοίρας εὐδαιμονίσαι πρώτης for his eminent fortune, S.OC144, cf. Pl.R. 516c, al.; αὑτὸν εὐδαιμονιεῖ τῆς περιουσίας D.21.109, cf. 19.67; εὐ. τινὰ ὑπέρ τινος X.An.1.7.3 (s.v.l.); ἐπί τινι D.18.260; διά τι Luc. Nigr.23:—Pass., διά τι Pl.R.465d,al.
German (Pape)
[Seite 1060] glücklich preisen, schätzen, τινὰ μοίρας, wegen seines Schicksals, Soph. O. C. 142; Eur. Tr. 268; τοὺς ἀνθρώπους τῶν ἀγαθῶν Plat. Conv. 184 e, wie Crit. 43 b u. Folgde, z. B. Dem. 19, 67; ὑπέρ τινος, Xen. An. 1, 7, 3, wo jedoch wohl mit Krüger ὑπέρ zu streichen; ἐπί τινι, Luc. Merc. cond. 7; διά τι, Nigr. 23. – Bei Ath. IV, 130 d = εὐδαιμονέω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés., fut. et ao.
juger ou proclamer heureux, acc..
Étymologie: εὐδαίμων.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδαιμονίζω: θεωρῶ ἢ καλῶ τινα εὐτυχῆ, μακαρίζω, εὐδαιμόνιζε παῖδα σὴν Εὐρ. Τρῳ. 268, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 7, Ἰσοκρ. 175D, κλ.· μετὰ γεν. πράγμ., οὐ πάνυ μοίρας εὐδαιμονίσαι, οὐχὶ ἐκ τῶν πολὺ ἀξίων μακαρισμοῦ διὰ τὴν τύχην του, Σοφ. Ο. Κ. 144, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 516C, 518Β, Συμπ. 194Ε· αὑτὸν εὐδαιμονιεῖ τῆς περιουσίας Δημ. 550. 20, πρβλ. 362. 12· εὐδ. τινὰ ὑπέρ τινος Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 3· ἐπί τινι Δημ. 314. 2· διά τι Λουκ. Νιγρ. 23. ― Παθ., Πλάτ. Πολ. 465D, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
(ΑM εὐδαιμονίζω) ευδαίμων
θεωρώ ή ονομάζω κάποιον ευτυχή, μακαρίζω («εὐδαιμόνιζε παῑδα σήν», Ευρ.).
Greek Monotonic
εὐδαιμονίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (εὐδαίμων), αποκαλώ ή λογαριάζω κάποιον ευτυχισμένο, μακαρίζω, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν., μοίρας, για την τύχη του, σε Σοφ.· ὑπέρ τινος, σε Ξεν.· ἐπί τινι, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
εὐδαιμονίζω: (только praes., fut. и aor.) называть или считать счастливым (τινά Eur., Xen., Isocr., Arst., τινά τινος Soph., Plat., Dem., Luc., τινὰ ὑπέρ τινος Xen., τινὰ ἐπί τινι Dem., Luc. и τινὰ διά τι Luc.); pass. именоваться или слыть счастливым (πρὸς πάντων Plut.).
Middle Liddell
εὐδαιμονίζω, εὐδαίμων
to call or account happy, Eur., Xen., etc.; c. gen., μοίρας for his fortune, Soph.; ὑπέρ τινος Xen.; ἐπί τινι Dem.