θηκαῖος

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust

Menander, Monostichoi, 151
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηκαῖος Medium diacritics: θηκαῖος Low diacritics: θηκαίος Capitals: ΘΗΚΑΙΟΣ
Transliteration A: thēkaîos Transliteration B: thēkaios Transliteration C: thikaios Beta Code: qhkai=os

English (LSJ)

α, ον, A like a chest or coffin, οἴκημα θ. burial vault, Hdt.2.86; perhaps to be read in Plu.2.359a. II Subst. θηκαῖον, τό,= θήκη, SIG1120 (pl., Cos).

French (Bailly abrégé)

α, ον :
sépulcral.
Étymologie: θήκη.

Greek (Liddell-Scott)

θηκαῖος: -α, -ον, ὅμοιος θήκῃ ἢ σαρκοφάγῳ, οἴκημα θ., τύμβος, Ἡρόδ. 2. 86· διάφ. γραφ. Θηβαῖον.

Greek Monolingual

θηκαῖος, -ία, -ον (Α) θήκη
1. φρ. «οἴκημα θηκαῖον» — οίκημα που μοιάζει με θήκη, με σαρκοφάγο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηκαῖον
η θήκη.

Greek Monotonic

θηκαῖος: -α, -ον, όμοιος με μπαούλο ή κάσα οἴκημα θηκαῖον, ταφική κατοικία, τύμβος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

θηκαῖος: могильный: θηκαῖον οἴκημα Her. склеп.

Middle Liddell

θηκαῖος, η, ον
like a chest or coffin, οἴκημα θ. a burial vault, Hdt. [from θήκη