μυοκτόνος

From LSJ
Revision as of 21:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠοκτόνος Medium diacritics: μυοκτόνος Low diacritics: μυοκτόνος Capitals: ΜΥΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: myoktónos Transliteration B: myoktonos Transliteration C: myoktonos Beta Code: muokto/nos

English (LSJ)

ον, (κτείνω) A of mouse-killing, τρόπαιον Batr.159. II Subst. μυοκτόνος, ὁ, = μυοφόνον, Nic. Al.36, 305.

German (Pape)

[Seite 218] Mäuse tödtend; Batrach. 161; ἀκόνιτον, Nic. Al. 36. 305.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les rats.
Étymologie: μῦς, κτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

μυοκτόνος: -ον, (κτείνω) = μυοφόνος, Βατραχομυομ. 159· ὁ μυοκτόνος, φυτόν τι, εἶδος ἀκονίτου, Νικ. Ἀλεξιφ. 36. 305.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μυοκτόνος, -ον)
αυτός που σκοτώνει τα ποντίκια («γαλῆν τῶν μυοκτόνων», Τζέτζ.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυοκτόνο
φάρμακο με το οποίο εξολοθρεύονται τα ποντίκια, ποντικοφάρμακο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ.μυοκτόνος
είδος του φυτού ακονίτου, το μυοφόνον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυς, μυός «ποντικός» + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδοκτόνος.

Greek Monotonic

μυοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που φονεύει ποντίκια, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

μυοκτόνος: знаменующий избиение мышей (τρόπαιον Batr.).

Middle Liddell

μυο-κτόνος, ον κτείνω
mouse-killing, Batr.