συμπράκτωρ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
Ion. συμπρήκτωρ, ορος, ὁ, helper, assistant, Hdt.6.125, cf. X.Cyr.3.2.29: c. gen. rei, σ. ὁδοῦ a companion in travel, S.OT 116; συμπράκτορες τῆς αἰτίας involved as accomplices in the charge, Antipho 3.4.6.
German (Pape)
[Seite 989] ορος, ὁ, ion. συμπρήκτωρ, Helfer; ὁδοῦ, Soph. O. R. 116, Gefährte; Her. 6, 125; Xen. Cyr. 3, 2, 29.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
auxiliaire, associé, compagnon : τινι de qqn ; τινος pour qch.
Étymologie: συμπράσσω.
Greek (Liddell-Scott)
συμπράκτωρ: Ἰων. -πρήκτωρ, ορος, ὁ, ὁ συμπράττων, βοηθός, συνεργός, Ἡρόδ. 6. 125· σ. γενέσθαι τινὶ Ξεν. Κύρ. 3. 2, 29· μετὰ γεν. πράγμ., σ. ὁδοῦ, συνοδοιπόρος, Σοφ. Ο. Τ. 116· συμπράκτορες τῆς αἰτίας, περιλαμβανόμενοι ὡς συνεργοὶ εἰς τὴν κατηγορίαν, Ἀντιφῶν 124. 33.
Greek Monolingual
και ιων. τ. συμπρήκτωρ, -ορος, ὁ, θηλ. συμπράκτρια, Α
1. αυτός που συμπράττει με κάποιον, που συνεργεί σε κάτι, βοηθός, συνεργός (α. «συμπράκτωρ ἔργου», Ηρόδ.
β. «ἡγεμόνας δοῦν
αι καὶ συμπράκτορας γενέσθαι», Ξεν.)
2. φρ. α) «συμπράκτωρ τῆς ὁδοῦ» — συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης (Σοφ.)
β) «συμπράκτωρ τῆς αἰτίας» — αυτός που περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο ως συναίτιος, ως συνεργός (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπράττω + επίθημα -τωρ (πρβλ. διδάκ-τωρ)].
Greek Monotonic
συμπράκτωρ: Ιων. -πρήκτωρ, -ορος, ὁ, βοηθός, αρωγός, συνεργάτης, σε Ηρόδ., Ξεν.· με γεν. πράγμ., συμπράκτωρ ὁδοῦ, σύντροφος στο ταξίδι, συνοδοιπόρος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
συμπράκτωρ: ион. συμπρήκτωρ, ορος ὁ соучастник, сотоварищ, помощник Her.: σ. τινὶ γενέσθαι Xen. стать чьим-л. помощником; σ. ὁδοῦ Soph. спутник.
Middle Liddell
συμπράκτωρ, Ionic -πρήκτωρ, ορος, ὁ,
a helper, assistant, Hdt., Xen.: c. gen. rei, ς. ὁδοῦ a companion in travel, Soph.