τυκίζω

From LSJ
Revision as of 10:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠκίζω Medium diacritics: τυκίζω Low diacritics: τυκίζω Capitals: ΤΥΚΙΖΩ
Transliteration A: tykízō Transliteration B: tykizō Transliteration C: tykizo Beta Code: tuki/zw

English (LSJ)

(τύκος) work stones, λίθους Ar.Av.1138.

French (Bailly abrégé)

tailler de la pierre avec le pic ou le ciseau.
Étymologie: τύκος.

Greek (Liddell-Scott)

τῠκίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, (τύκος) κολάπτω, κόπτω, ξέω (λίθους), τούτους (δηλ. τοὺς λίθους) ἐτύκιζον αἱ κρέκες τοῖς ῥύγχεσι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1138.

Greek Monolingual

ΜΑ τύκος
μσν.
κτίζω (ἐξ oὗ καὶ τυκίζω τὸ κτίζω», Ευστ.)
αρχ.
κατεργάζομαι λίθους, πελεκώ λίθους.

Greek Monotonic

τῠκίζω: Αττ. μέλ. τυκιῶ, (τύκος), πελεκάω λίθους, επεξεργάζομαι την πέτρα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τῠκίζω: обтесывать, тесать (λίθους Arph.).

Middle Liddell

τῠκίζω, τύκος
to work stones, Ar.