ἀμετάκλητος

From LSJ
Revision as of 12:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάκλητος Medium diacritics: ἀμετάκλητος Low diacritics: αμετάκλητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: ametáklētos Transliteration B: ametaklētos Transliteration C: ametaklitos Beta Code: a)meta/klhtos

English (LSJ)

ον, irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).

Spanish (DGE)

-ον
irrecuperable, irrevocable ἡλικίη AP 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.

German (Pape)

[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάκλητος, -ον) μετακαλῶ
νεοελλ.
αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός
αρχ.
αυτός που δεν είναι δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάκλητος: бесповоротный, неудержимый (ὁρμη Polyb.).