ἀκριβολόγος

From LSJ
Revision as of 11:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρῑβολόγος Medium diacritics: ἀκριβολόγος Low diacritics: ακριβολόγος Capitals: ΑΚΡΙΒΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akribológos Transliteration B: akribologos Transliteration C: akrivologos Beta Code: a)kribolo/gos

English (LSJ)

ον, precise in argument, in plural, Timo 25.2.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ argumento sutil ἀκριβολόγους ἀποφήνας Timo SHell.799.

German (Pape)

[Seite 81] genau redend, Tim. bei Diog. L. 2, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui parle avec précision.
Étymologie: ἀκριβής, λέγω³.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρῐβολόγος: -ον, ἀκριβὴς ἐν λόγῳ, ἐν ἐπιχειρήμασι λογικοῖς, κατὰ πληθ., Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19.

Greek Monolingual

ο, η (Α ἀκριβολόγος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που εκφράζεται με σαφήνεια, με ακρίβεια, που κυριολεκτεί
2. αυτός που ο λόγος του χαρακτηρίζεται από συνέπεια, ενάργεια και ορθότητα
αρχ.
αυτός που μεταχειρίζεται λογικά επιχειρήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκριβὴς + -λόγος < λέγω.
ΠΑΡ. ακριβολογία
αρχ.-μσν.
ἀκριβολογοῦμαι
νεοελλ.
ακριβολογώ].
-η, -ο
1. αυτός που μιλάει σπάνια και με συντομία
2. αυτός που μιλάει με μέτρο και σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβο- + -λογος < λέγω.

Greek Monotonic

ἀκρῑβολόγος: -ον, αυτός που επιχειρηματολογεί με ακρίβεια.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρῑβολόγος:строго рассуждающий оратор, ревнитель точности Diog. L.

Middle Liddell

precise in argument.