ἀκόσμητος

From LSJ
Revision as of 11:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκόσμητος Medium diacritics: ἀκόσμητος Low diacritics: ακόσμητος Capitals: ΑΚΟΣΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akósmētos Transliteration B: akosmētos Transliteration C: akosmitos Beta Code: a)ko/smhtos

English (LSJ)

ον, (κοσμέω)
A unarranged, Pl.Grg.506e, Prt.321c. Adv. ἀκοσμήτως Id.Lg.781b.
b not organised as a κόσμος, ὕλη Plot.4.3.9; σύγχυσις Dam.Pr.205.
2 of style, unadorned, D.H.Th.23, etc.
3 unfurnished with, χρήμασιν X.Oec.11.9.

Spanish (DGE)

-ον
I 1desprovisto, desvalido ἀνθρώπων γένος ἀ. Pl.Prt.321c, c. dat. πόλις ἀ. χρήμασιν X.Oec.11.9.
2 no adornado, no embellecido πρόσωπον Nonn.D.9.43, κάρηνον Nonn.D.42.86, del estilo, D.H.Th.23.2
subst. τὸ ἀ. falta de adornos Luc.Pisc.12.
II 1intemperante ψυχή Pl.Grg.506e.
2 desordenado χύσις ἄστρων Nonn.D.39.3, σύγχυσις Dam.in Prm.205, ὕλη Plot.4.3.9.
III adv. ἀκοσμήτως = sin incluir en un orden, sin recibir normas τὸ περὶ τὰς γυναῖκας ἀκοσμήτως περιορώμενον el dejar que queden sin normas las mujeres (e.d. sin una función determinada dentro de la ciudad), Pl.Lg.781b.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non mis en ordre, non ordonné, non arrangé;
2 non paré.
Étymologie: , κοσμέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκόσμητος: -ον, (κοσμέω) ἀδιάτακτος, ἀκανόνιστος, Πλάτ. Γοργ. 506 Ε., Πρωτ. 321C. - Ἐπιρρ. ἀκοσμήτως, ὁ αὐτ. Νόμ. 781Β. 2)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκόσμητος, -ον)
αδιακόσμητος, αστόλιστος
αρχ.
1. αυτός που δεν βρίσκεται σε τάξη, ακατάστατος, άτακτος
2. (για ύφος λόγου) ακαλλώπιστος, λιτός, απέριττος
3. ανεφοδίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κοσμητὸς < κοσμῶ].

Greek Monotonic

ἀκόσμητος: -ον (κοσμέω),
1. ατακτοποίητος, ανοργάνωτος, σε Πλάτ.· επίρρ. -τως, στον ίδ.
2. ανεφοδίαστος, με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκόσμητος:
1) неупорядоченный, неблагоустроенный (ψυχή Plat.);
2) неукрашенный, ненаряженный (γύναιον Luc.);
3) неснабженный: χρήμασιν ἀ. Xen. неимущий, бедный;
4) лишенный средств защиты, беззащитный (τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος Plat.).

Middle Liddell

κοσμέω
1. unarranged, unorganised, Plat.:—adv. -τως, Plat.
2. unfurnished with, c. dat., Xen.