ἀναβέβρυχεν
English (LSJ)
pf. with no pres. in use, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ the water gushed or bubbled up, Il. 17.54 (Zenod. ἀναβέβροχεν).
German (Pape)
[Seite 181] ὕδωρ, Il. 17, 54, das Wasser sprudelt hervor; s. Buttmann. Lexil. 2, 120 ff. Zenodot las ἀναβέβροχεν, Scholl. Iliad. l. l.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf. de *ἀναβρύζω, *ἀναβρύχω jaillir avec bruit.
Étymologie: ἀνά, βρυχάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβέβρῠχεν: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ, τὸ ὕδωρ ἀνέβρυσεν, ἀνεπήδησεν ἢ ἀνεκόχλασεν, Ἰλ. Ρ. 54, ἔνθα ὁ Ζηνόδ. ἀναβέβροχεν. (Συγγεν. τῷ βλύζω, βλύω, βρύω, πρβλ. ὑπόβρυχα: πρβλ. βρόχω Ι).
English (Autenrieth)
defective perf., bubbles up, Il. 17.54† (v.l. ἀναβέβροχεν).
Greek Monotonic
ἀναβέβρῠχεν: παρακ. με ενεστ. ἀνα-βρύζω σε αχρηστία, ἀναβέβρυχεν ὕδωρ, ανέβλυζε ή κόχλαζε το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβέβρῠχεν: v.l. ἀναβέβροχεν (3 л. sing. pf. к *ἀναβρύχω в знач. praes.) бьет ключом (ὕδωρ Hom.).