ἀπαμβλίσκω

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμβλίσκω Medium diacritics: ἀπαμβλίσκω Low diacritics: απαμβλίσκω Capitals: ΑΠΑΜΒΛΙΣΚΩ
Transliteration A: apamblískō Transliteration B: apambliskō Transliteration C: apamvlisko Beta Code: a)pambli/skw

English (LSJ)

A make abortive, καρπούς produce abortive fruit, Plu. Arat.32. II intr., miscarry, aor. ἀπήμβλωσε, Id.Pomp.53.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπήμβλωσε Plu.Pomp.53]
1 malograr καρπούς Plu.Arat.32.
2 intr. abortar Plu.Pomp.53.

German (Pape)

[Seite 277] (s. ἀμβλίσκω), eine Fehlgeburt thun, ἀπήμβλωσε Plut. Pomp. 53; δένδρα ποιεῖ ἄφορα καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν Arat. 32, bewirkt, daß die Bäume nicht tragen und die Früchte, die sie angesetzt haben, vor der Reise verlieren.

French (Bailly abrégé)

f. ἀπαμβλώσω, ao. ἀπήμβλωσα;
1 avorter;
2 faire tomber les fruits avant leur maturité.
Étymologie: ἀπό, ἀμβλόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαμβλίσκω: καθιστῶ τι ἀτελεσφόρητον, καὶ καρποὺς ἀπαμβλίσκειν «ἀτελεσφορήτους ποιεῖν. Ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν ἀπαμβλισκουσῶν γυναικῶν· καρποὺς δὲ τοὺς σιτικοὺς λέγει ἀντιδιεσταλμένως πρὸς τὰ δένδρα» (Σημ. Κοραῆ), Πλουτ. Ἄρατ. 32. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ γυναικός, ἀποβάλλω, κάμνω ἀποβολήν: ἀόρ. ἀπήμβλωσε, ὁ αὐτ. Πομπ. 53.

Greek Monolingual

ἀπαμβλίσκω (Α)
1. κάνω κάτι να μη τελεσφορήσει, να μη καρποφορήσει
2. (αμτβ.) (για γυναίκα) κάνω αποβολή, αποβάλλω.

Greek Monotonic

ἀπαμβλίσκω: μέλ. -αμβλώσω, αόρ. αʹ -ήμβλωσα·
I. εμποδίζω κάτι να τελεσφορήσει, καθιστώ κάτι ατελέσφορο, άγονο (μεταφ., από τις γυναίκες που αποβάλλουν κατά την κύηση), σε Πλούτ.
II. αμτβ., αποβάλλω το έμβρυο κατά την κύηση, ατυχώ ως προς την έκβαση της εγκυμοσύνης, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαμβλίσκω:
1) преждевременно рожать (ἐκ τῆς ταραχῆς Plut.);
2) преждевременно сбрасывать (καρπούς Plut.).

Middle Liddell


I. to make abortive, Plut.
II. intr. to miscarry, Plut.