ἄμομφος
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
English (LSJ)
ον, (< μομφή) blameless, A. Eu. 475; πρὸς ὑμῶν ib. 678.
II.Act., having nothing to complain of, cj. Robortellus for ἄμορφος, ib. 413.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreprochable πόλει A.Eu.482a, πρὸς ὑμῶν A.Eu.678, cf. tb. ἄμομφος· ἄπταιστος Hsch.α 3766.
2 que no tiene motivo de queja λέγειν δ' ἄμομφον ὄντα τοὺς πέλας κακῶς injuriar a los demás sin motivo de queja A.Eu.413.
German (Pape)
[Seite 127] (μομφή), tadellos, Aesch. Eum. 453. 648; aber 391, der nichts zu tadeln hat.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans reproche;
2 qui ne fait pas de reproche.
Étymologie: ἀ, μομφή.
Russian (Dvoretsky)
ἄμομφος:
1) не заслуживающий порицания, безупречный Aesch.;
2) которому не в чем упрекать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμομφος: -ον, (μομφή) ἄμεμπτος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 475· πρὸς ὑμῶν αὐτόθι 678. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ἔχων τι δι’ ὃ νὰ παραπονεθῇ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ροβορτέλλου ἀντὶ ἄμορφος αὐτόθι 413.
Greek Monolingual
ἄμομφος, -ον (Α) μομφή
1. ο δίχως μομφή, άμεμπτος
2. αυτός που δεν έχει τίποτα να μεμφθεί, να κατακρίνει.
Greek Monotonic
ἄμομφος: -ον (μομφή), αψεγάδιαστος, άμωμος, σε Αισχύλ.