ἐλάφειος

From LSJ
Revision as of 14:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάφειος Medium diacritics: ἐλάφειος Low diacritics: ελάφειος Capitals: ΕΛΑΦΕΙΟΣ
Transliteration A: elápheios Transliteration B: elapheios Transliteration C: elafeios Beta Code: e)la/feios

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A of a stag or hart, κέρας hartshorn, Arist.HA534b23; ἐ. κρέα venison, X.An.1.5.2, PSI6.594.15 (iii A.D.). b ἐ. δίκτυα for catching stags, Aen.Tact.11.6, 38.7. 2 deer-like, cowardly, EM326.10. 3 ἐλάφειον, τό,= ὠκιμοειδές, Ps.-Dsc.4.28.

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. -φεος PSI 594.15 (III a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de ciervo o venado κέρας Arist.HA 534b23, κρέα X.An.1.5.2, cf. PSI l.c., δέρμα DP 8.23 (IV d.C.).
2 que sirve para la caza del ciervo δίκτυα Aen.Tact.11.6, 38.7.
3 fig. que es como un ciervo e.d. asustadizo ἀνήρ EM 326.10G.
II neutr. subst. τὸ ἐ.
1 taba de ciervo Eup.47.
2 bot. planta parecida a la albahaca montesina o turca, quizá Silene gallica L., Ps.Dsc.4.28. • DMic.: e-ra-pe-ja.

German (Pape)

[Seite 792] vom Hirsch; κέρας Arist. H. A. 4, 8; κρέα, Hirschwildpret, Xen. An. 1, 5, 2 u. Sp. – Bei E. M. 326, 10 ἀνήρ, furchtsam wie ein Hirsch.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de cerf ou de biche.
Étymologie: ἔλαφος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάφειος: -ον, ἀνήκων εἰς ἔλαφον, τῆς ἐλάφου, «λαφίσιον», Λατ. cervinus, κέρας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τὰ δὲ κρέα... ἦν παραπλήσια τοῖς ἐλαφείοις Ξεν. Ἀν. 1. 5, 2. 2) ὅμοιος ἐλάφῳ, δειλός, Ἐτυμολ. Μ. 326. 10.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἐλάφειος, -ον)
ο ελαφήσιος
αρχ.
1. (για κυνηγετικό δίχτυ) κατάλληλος για την παγίδευση ελαφιού
2. ο δειλός.

Greek Monotonic

ἐλάφειος: -ον (ἔλαφος), αυτός που ανήκει σε ελάφι, ελαφίσιος, ἐλ. κρέα, κυνήγι, κρέας ελαφιού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάφειος: олений (κρέα Xen.; κέρας Arst.).

Middle Liddell

ἐλάφειος, ον ἔλαφος
of a stag, ἐλ. κρέα venison, Xen.