ἐξαγώνιος

From LSJ
Revision as of 15:02, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγώνιος Medium diacritics: ἐξαγώνιος Low diacritics: εξαγώνιος Capitals: ΕΞΑΓΩΝΙΟΣ
Transliteration A: exagṓnios Transliteration B: exagōnios Transliteration C: eksagonios Beta Code: e)cagw/nios

English (LSJ)

ον, (ἀγών) A beside the mark, irrelevant, Aeschin. ap. AB 260; ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.Anach.19; cf. ἀγών 1.2. II excluded from competition, Ph.2.60; = ἔξω τοῦ ἀγῶνος ὤν, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
1 excluido de la competición ἀθληταί Ph.2.60
fig. ὁ ἡμέτερος λόγος ἐ. μένων διὰ τὸ γῆρας Gr.Nyss.Infant.68.2, cf. Nil.M.79.800B.
2 ref. a argumentos y palabras que se sale de la cuestión, que está fuera de lugar, que no hace al caso λόγοι Aeschin.1.176, Luc.Abd.26, Athenag.Leg.36.3, μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόρρω τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ Luc.Anach.19, cf. Aps.Rh.259 (cód.), λογισμοί Cyr.Al.M.68.456D
subst., ret. τὸ ἐξαγώνιον lo que está fuera del tema central, la parte no principal del discurso, op. πραγματικόν Sch.D.22.1a, cf. Syrian.in Hermog.2.53.10
de pers. ἵνα μὴ ἐξαγώνιοι γενώμεθα Hero Geom.1, cf. Ascl.in Metaph.41.35.

German (Pape)

[Seite 862] nicht zum Kampf, nicht zur Sache gehörig, Aesch. in B. A. 260; Luc. ἢν μὴ ἐξαγώνια μηδὲ πόῤῥω τοῦ σκοποῦ τὰ λεγόμενα ᾖ, gymn. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne concerne pas la lutte ou le concours ; en gén. étranger au sujet.
Étymologie: ἐξ, ἀγών.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγώνιος: -ον, ἔξω τοῦ ἀγῶνος, ἔξω τοῦ προκειμένου, «Αἰσχίνης δὲ κέχρηται τῇ λέξει ἐπὶ τῶν ἔξω τοῦ ἀγῶνος λεγομένων λόγων καὶ οὐ προσηκόντων εἰρῆσθαι» Α. Β. 260. 11· ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἴσως ἐξαγώνια καὶ πόρρω τοῦ πράγματος Λουκ. Ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 18, Ἀνάχαρσ. ἢ περὶ Γυμν. 19, πρβλ. τὴν λέξιν ἀγὼν Ι. 2. ΙΙ. ἀποκεκλεισμένος τοῦ ἀγῶνος, Φίλων 2. 60.

Greek Monolingual

ἐξαγώνιος, -ον (Α) αγών
1. αυτός που βρίσκεται έξω από τον αγώνα («ἐξαγώνιος καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ», Λουκιαν.)
2. ο αποκλεισμένος από τον αγώνα.

Greek Monotonic

ἐξαγώνιος: -ον, αυτός που βρίσκεται εκτός στόχου, άτοπος, άσχετος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγώνιος: досл. стоящий вне борьбы, перен. посторонний (ἐ. καὶ πόρρω τοῦ σκοποῦ Luc.).

Middle Liddell

ἐξ-αγώνιος, ον adj
beside the mark, irrelevant, Luc.