ἔκρηγμα
τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world
English (LSJ)
ατος, τό, A piece torn off, ἐκρήγματα τρυχίων Hp.Art.78. 2 broken bed of a torrent, ravine, Plb.12.20.4. II breaking forth of a stream, ὑδάτων Thphr.CP1.5.2. 2 sluice, PEdgar 30.16 (ἔγρ-, iii B.C.), PSI5.488 (ἔχρ-, iii B.C.); cf. ἔκχρημα. 3 eruption, bedsore, Hp.Epid.7.7 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἐγρ- PCair.Zen.172.16 (III a.C.), ἔχρ- PSI 488.5 (III a.C.), PPetaus 18.25, ἐκχρ- PMich.233.18 (I d.C.), Wilcken Chr.11A.10, 14 (II a.C.), PStras.606.4 (II d.C.)
I 1rotura, desgarrón ἐκρήγματα τρυχίων jirones de harapos Hp.Art.78.
2 reventón, estallido φλεγματόεν ἔ. estallido ardiente de una llama de fuego o quizá de una úlcera SHell.1116.
II de cursos de agua
1 surtidor, curso de agua que brota de la tierra οἱ ποταμοὶ καὶ αἱ συρροαὶ καὶ ἐκρήγματα τῶν ὑδάτων Thphr.CP 1.5.2.
2 hendidura, quebradura, brecha causada en el terreno por un torrente, Plb.12.20.4.
3 brecha o ruptura accidental de un dique o una esclusa, esp. en Egipto en la época de la crecida del Nilo, D.S.1.19.2, cf. LXX Ez.30.16, en papiros ἔ. διακόπου PPetaus l.c., ἔ. διώρυγος PKron.25.11 (II d.C.), PStras.l.c., ἐὰν δὲ καί τι γένηται πρόπτωμα ἢ ἔ. PMich.l.c., cf. Wilcken Chr.386.6 (III a.C.), PCair.Zen.l.c., SB 10844.1 (III a.C.), PSI l.c., provocada con intenciones hostiles, Wilcken Chr.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 778] τό, das Aus-, Abgebrochene, Bruchstück, Hippocr.; auch ein ausgebrochener Ausschlag, id. – Durchbruch eines Stromes, Schlucht, Kluft, Pol. 12, 20, 4 Plut. Alex. 60 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκρηγμα: -ατος, τό, ἀπόσχισμα ῥάκους, ἐκρήγματα τρυχίων Ἱππ. Π. Ἄρθρ. 837. 2) ἐκρήγματα, «τὰ ἐκ τῶν χειμάρρων γινόμενα ἐν τοῖς πεδίοις κοιλώματα» Σουΐδ.· πρβλ. Πολύβ. 12. 20, 4. ΙΙ. ὁρμητικὴ ἐκροή, ἐκρήγματα τῶν ὑδάτων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 2· φλύκταινα, ἐξάνθημα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Ζ΄, 1211Ε.
Greek Monolingual
ἔκρηγμα, το (Α)
1. απόσχισμα από κάτι
2. χαράδρα
3. ορμητική εκροή
4. υδρορρόη, καταρράχτης
5. ιατρ. φλύκταινα, εξάνθημα.
Russian (Dvoretsky)
ἔκρηγμα: ατος τό расселина, промоина, овраг Polyb., Plut.