ὀψιτέλεστος

From LSJ
Revision as of 17:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψιτέλεστος Medium diacritics: ὀψιτέλεστος Low diacritics: οψιτέλεστος Capitals: ΟΨΙΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: opsitélestos Transliteration B: opsitelestos Transliteration C: opsitelestos Beta Code: o)yite/lestos

English (LSJ)

ον, late of fulfilment, τέρας ὄψιμον ὀ. Il.2.325, cf. Tryph.48, Nonn.D.25.362, al.

German (Pape)

[Seite 433] spät vollendet, erst spät in Erfüllung gehend, τέρας, Il. 2, 325, wie ὄψιμος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'accomplit longtemps après.
Étymologie: ὀψέ, adj. verb. de τελέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψῐτέλεστος: -ον, ὁ ὀψὲ τελεσθησόμενος, τέρας ὀψιτέλεστον, ὡς τό: τέρας ὄψιμον, Ἰλ. Β. 325· οὕτω, Τρυφιόδ. (γρ. Τριφ-) 48, πρβλ. τὸ ἑπόμ.

English (Autenrieth)

late-fulfilled, Il. 2.325†.

Greek Monolingual

ὀψιτέλεστος, -ον (Α)
αυτός που γίνεται μετά από πολύ χρόνο, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + τελῶ].

Greek Monotonic

ὀψῐτέλεστος: -ον, αυτός που έλαβε χώρα αργά, καθυστερημένα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψῐτέλεστος: поздно осуществляющийся, нескоро исполняющийся (τέρας Hom.).

Middle Liddell

ὀψῐ-τέλεστος, ον,
I. to be late fulfilled, Il.