ῥιπτασμός

From LSJ
Revision as of 07:56, 4 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιπτασμός Medium diacritics: ῥιπτασμός Low diacritics: ριπτασμός Capitals: ΡΙΠΤΑΣΜΟΣ
Transliteration A: rhiptasmós Transliteration B: rhiptasmos Transliteration C: riptasmos Beta Code: r(iptasmo/s

English (LSJ)

ὁ, agitation, convulsion, throwing about or tossing about, τῶν μελέων Hp.Acut.54: abs., tossing about in bed, Id.Coac.81, Plu.2.455b; ἄση λύπη μετὰ ῥιπτασμοῦ Stoic. 3.100.

German (Pape)

[Seite 845] ὁ, das Hin- u. Herwerfen, u. intrans., das sich Hin- u. Herwerfen, Unruhe im Liegen; Hippocr.; καὶ διαβόησις, Plut. de cohib. ira 5; übertr., innere Unruhe, Seelenangst, Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
agitation continuelle, fig. inquiétude ou agitation d’un malade.
Étymologie: ῥιπτάζω.

Russian (Dvoretsky)

ῥιπτασμός:беспокойные движения, волнение, метание (ῥ. καὶ διαβόησις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥιπτασμός: ὁ, τὸ ῥιπτάζεσθαι, ἡ ἀνήσυχος κίνησις, τῶν μελέων Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393· ἀπολ., τὸ ἀνησύχως στρέφεσθαι ἐν τῇ κλίνῃ, ὁ αὐτ. ἐν Κωακ. Προγν. 129, Πλούτ. 2. 455Β. - Περὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς ῥυπασμὸς παρ’ Εὐστ. 1849, 15, ἀντὶ ῥιπτασμός, ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙϚ΄, Σ. 534, κἑξ., ἴδε ῥύπασμα.

Greek Monolingual

ο / ῥιπτασμός, ΝΜΑ ῥιπτάζω
στριφογύρισμα στο κρεβάτι από ανησυχία και αϋπνία
νεοελλ.
ιατρ. νευρική διαταραχή που εκδηλώνεται με κινήσεις ασύντακτες και χωρίς συνέχεια
αρχ.
1. το να ρίχνεται κανείς εδώ και εκεί
2. αμφιταλάντευση.