suspensión
From LSJ
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
Spanish > Greek
αἰώρησις, βάσταγμα, βασταγή, βασταγμός, ἐγκλεισμός, ἐξάρτησις, ἀνάσχεσις, ἄρτημα, ἄρτησις, ἐκκρέμασις, ἐκκρεμασμός, ἀνάρτησις, ἀνάληψις, ἐνάρτησις