αιδώς

From LSJ
Revision as of 22:48, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

(-ούς), η (Α αἰδώς)
συναίσθημα ντροπής, συστολή
αρχ.
1. σεβασμός, κοσμιότητα προς τους άλλους
2. αυτοσεβασμός, αίσθημα τιμής, φιλοτιμία
3. ταπεινότητα, μετριοφροσύνη
4. έλεος, συγχώρεση
5. αυτό (πράξη ή πράγμα) που προκαλεί τη ντροπή (αίσχος, σκάνδαλο) ή τον σεβασμό. Παροιμιώδης έχει γίνει η συχνά στα ομηρικά έπη (πρβλ. Ε 787, Θ 228, Ν 95 κ.α.) επαναλαμβανόμενη φράση «αἰδώς, Ἀργεῑοι», «ντροπή σας, Έλληνες», λεγόμενη συνήθως με την έννοια της ηθικής επιπλήξεως
6. τα αιδοία (Ομ. Β 62)
7. αξιοπρέπεια, μεγαλείο
8. (προσωποποίηση) η θεά Αιδώς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἴδομαι. Η λ. αἰδὼς χρησιμοποιείται κανονικά στα διαλογικά μέρη τών επών -ουδέποτε στα αφηγηματικά- για να δηλώσει τον σεβασμό προς τους θεούς ή προς ανώτερα πρόσωπα, καθώς και την ηθική αυτοδέσμευση του ατόμου να αποφύγει κάθε παρέκκλιση ή εκτροπή. Ακριβώς η ἐν-τροπή (νεοελλ. (ε)ντροπή), ως ενσυνείδητη αποφυγή τών εκ-τροπών, ως αυτοσεβασμός και ταπεινοφροσύνη, είναι η λ. που θα δηλώσει την έννοια της αιδούς σε νεώτερους χρόνους μέχρι και σήμερα. Βλ. και λ. αίσχος, αισχύνη].