προσόζω

From LSJ
Revision as of 23:50, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσόζω Medium diacritics: προσόζω Low diacritics: προσόζω Capitals: ΠΡΟΣΟΖΩ
Transliteration A: prosózō Transliteration B: prosozō Transliteration C: prosozo Beta Code: proso/zw

English (LSJ)

pf. προσόδωδα, intr., A smell of, be redolent of, κακοῦ Ar.Fr. 246; ἡδυσμάτων Philem.41; γλυφάνοιο ποτόσδον (Dor. for προσόζον) Theoc.1.28; in late Prose, ἡμερότητος Lib.Ep.219.3. 2 abs., stink, 3pl. aor. προσώζεσαν LXX Ps.37(38).6.

German (Pape)

[Seite 774] (s. ὄζω), 1) zuriechen, d. i. zum Riechen hinhalten, τινί τι, Sp., s. Smd. – 2) intrans., anriechen, anduften, wonach riechen oder stinken, τινός, κοὐχὶ λοπάδος προσῶζεν οὐδ' ἡδυσμάτων, Philemon bei Ath. IV, 133 a.

French (Bailly abrégé)

1 communiquer une odeur de, exhaler une odeur de, gén.;
2 abs. sentir mauvais.
Étymologie: πρός, ὄζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-όζω, Lac. ποτόδδω, Dor. ποτόσδω ruiken:; ποτόδδει γ’ ἁδύ dat ruikt pas lekker Aristoph. Lys. 206; met gen. ruiken naar:. ἔτι γλυφάνοιο ποτόσδον nog ruikend naar de graveerstift Theocr. Id. 1.28.

Russian (Dvoretsky)

προσόζω: дор. ποτόσδω, лак. ποτόδδω издавать запах (τινός Theocr., Arph.); пахнуть (ἡδύ Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

προσόζω: πρκμ. προσόδωδα, ἀμεταβ., ἀναδίδω ὀσμήν τινος, κακοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 246· ἡδυσμάτων Φιλήμ. ἐν «Μετιόντι» 1· γλυφάνοιο ποτόσδον (Δωρ. ἀντὶ προσόζον) Θεόκρ. 1. 28. 2) ἀπολ., ὄζω, βρωμῶ, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΛΖ΄, 5).

Greek Monolingual

Α
1. αναδίδω οσμή
2. βρομώ, όζω («προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου», ΠΔ)
3. μτφ. (για ιδιότητες) είμαι εμφανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὄζω «βρομάω»].

Greek Monotonic

προσόζω: Δωρ. ποτι-όσδω, αμτβ., μυρίζω, βγάζω μυρωδιά, είμαι γεμάτος μυρωδιές, μυρωδάτος, με γεν., σε Θεόκρ.

Middle Liddell

doric ποτι-όσδω
intr. to smell of, be redolent of, c. gen., Theocr.