ὁπλοθήκη

From LSJ
Revision as of 21:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλοθήκη Medium diacritics: ὁπλοθήκη Low diacritics: οπλοθήκη Capitals: ΟΠΛΟΘΗΚΗ
Transliteration A: hoplothḗkē Transliteration B: hoplothēkē Transliteration C: oplothiki Beta Code: o(ploqh/kh

English (LSJ)

ἡ, A armoury, SIG253T9 (Delph., iv B. C.), LXX 2 Ch.32.27, D.S.17.79, Str.4.1.5, J.BJ2.4.1 (pl.), Plu.2.159e (pl.), Sull.14, Ael.VH6.12. 2 shield-case. OGI339.80 (Sestos, ii B. C., pl.).

German (Pape)

[Seite 359] ἡ, ein Ort, wo Waffen hingelegt und aufbewahrt werden; Plut. Sull. 14, oft; Ael. V. H. 6, 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dépôt d’armes, arsenal.
Étymologie: ὅπλον, θήκη.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλοθήκη:склад оружия, арсенал Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλοθήκη: ἡ, ὁπλοστάσιον, Πλούτ. 2. 159Ε, Σύλλ. 14, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12.

Greek Monolingual

η (Α ὁπλοθήκη)
χώρος ειδικά διαμορφωμένος για την τοποθέτηση και τη φύλαξη τών όπλων, οπλοστάσιο
νεοελλ.
1. προθήκη στον τοίχο, όπου τοποθετούνται όπλα ιστορικής αξίας
2. θήκη όπλου, ιδίως κυνηγετικού, μέσα στην οποία τοποθετείται το όπλο διαλυμένο σε τεμάχια
αρχ.
θήκη όπλου, ιδίως ασπίδας.

Greek Monotonic

ὁπλοθήκη: ἡ, οπλοστάσιο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὁπλο-θήκη, ἡ,
an armoury, Plut.