κολοβίζω
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
mutilate, in Pass., IG12(3).323 (Thera, i B.C./i A.D.).
Translations
mutilate
Arabic: شَوِهَ, بَتَرَ, جَذَعَ, جَدَعَ; Bulgarian: осакатявам; Chinese Mandarin: 殘害, 残害, 殘毀, 残毁; Danish: lemlæste; Dutch: verminken; Estonian: moonutama; Finnish: pahoinpidellä; French: mutiler; Galician: mutilar; German: verstümmeln, verschandeln; Ancient Greek: αἰκίζω, ἀκρωτηριάζω, ἀμφιγυιόω, ἀμφιγυιῶ, ἀποκόπτω, διαλυμαίνομαι, διαλωβάομαι, διαλωβάω, ἐξαλαόω, καταικίζω, κατακολούω, καταλωβῶ, καταλωβάω, κολοβίζω, κολοβόω, κολοβῶ, κυλλόω, κωφέω, κωφῶ, λωβάομαι, λωβάω, λωβέομαι, λωβῶμαι, μασχαλίζω, μελοκοπέω, μελοκοπῶ, μωλωπίζω, παρακόπτω, παραπηρόω, παραρθρέω, παρόω, πέμνω, περικόπτω, πηρόω, πηρῶ, σιφλόω, ὑβρίζειν, ὑβρίζω, ὑβρίσδω, χωλεύω; Japanese: 切断する, ばらばらにする, 不具にする; Latin: discerpo; Macedonian: осакатува; Old English: hamelian; Old French: desmembrer; Portuguese: mutilar; Romanian: mutila, schilodi; Russian: увечить, калечить, уродовать; Serbo-Croatian Cyrillic: сакатити; Serbo-Croatian Latin: sakatiti; Spanish: mutilar; Swedish: stympa