οἴημα

From LSJ
Revision as of 15:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἴημα Medium diacritics: οἴημα Low diacritics: οίημα Capitals: ΟΙΗΜΑ
Transliteration A: oíēma Transliteration B: oiēma Transliteration C: oiima Beta Code: oi)/hma

English (LSJ)

ατος, τό, (οἴομαι)
A opinion, D.C.Fr.12.8(pl.).
II self-conceit, οἴημα καὶ τῦφος Plu.2.39d; οἴημα καὶ ἀλαζονεία ib.43b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
haute opinion de soi-même, présomption, suffisance.
Étymologie: οἴομαι.

Russian (Dvoretsky)

οἴημα: ατος τό самомнение (οἴ. καὶ ἀλαζονεία Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

οἴημα: τό, γνώμη· ἰδίως γνώμη τινὸς περὶ ἑαυτοῦ, οἴησις, ἔπαρσις, οἴημα καὶ τῦφος Πλούτ. 2. 39D, ἔνθα ἴδε Wyttenb.· οἴημα καὶ ἀλαζονεία αὐτόθι 43Β.

Greek Monolingual

οἴημα, τὸ (Α)
(γενικά)
1. ιδέα, γνώμη
2. (ειδικά) η μεγάλη ιδέα που έχει κανείς για τον εαυτό του, έπαρση, αλαζονεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. οἰη- του παθ. αορ. οἰήθην του οἴομαι + κατάλ. -μα].