διωρία
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ἡ, either (ὅρος) fixed space or interval, or (ὥρα) appointed time, J.BJ5.9.1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ separación Hsch.
-ας, ἡ
• Grafía: graf. διορ- Vit.Aesop.G 82, Origenes Io.13.41
intervalo de tiempo, plazo διωρίαν βουλῆς ... παρασχεῖν conceder un plazo para la reflexión I.BI 5.348, ἔλαβεν διορίαν ὅπως τὸ σημεῖον διαλύσῃ se tomó un plazo para resolver el presagio, Vit.Aesop.l.c., cf. Origenes l.c., Nil.M.79.169A, Rom.Mel.82.δʹ.1, PLond.1384.21 (biz.)
•según los gramáticos término mal empleado en vez del jur. προθεσμία plazo fijado para la prescripción Phryn.16, Thom.Mag.p.288.
Greek (Liddell-Scott)
διωρία: ἡ, (ὥρα) διάστημα δύο ὡρῶν, Βυζ.· διωρία διὰ τοῦ ω μεγάλου καιρὸν δηλοῖ, διορία δὲ = προθεσμία, διορία, Ἡσύχ., Σουΐδ.