μακρηγορία
From LSJ
Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
English (LSJ)
Dor. μακρᾱγ-, ἡ, long-windedness, tediousness, Pi.P.8.30, Poll.2.121.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
long discours.
Étymologie: μακρήγορος.
Russian (Dvoretsky)
μακρηγορία: дор. μακρᾱγορία ἡ пространная речь, многословие Pind.
Greek (Liddell-Scott)
μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, μακρὰ διάλεξις, μακρολογία, Πινδ. Π. 8. 41, Πολυδ. Β΄, 121· - ὡσαύτως -γόρημα, τό, Τζέτζ. ἐν Κραμ. Ἀνεκδ. τ. 4, σ. 68, 1.
Greek Monolingual
η (AM μακρηγορία, Α δωρ. τ. μακραγορία) μακρηγορώ
μακρύς, διεξοδικός, εκτεταμένος λόγος, μακρολογία.
Greek Monotonic
μακρηγορία: Δωρ. μακρᾱγ-, ἡ, πλήξη από μακρολογία, σε Πίνδ.
Middle Liddell
tediousness, Pind. [from μακρήγορος