οἰακηδόν

From LSJ
Revision as of 16:43, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰᾱκηδόν Medium diacritics: οἰακηδόν Low diacritics: οιακηδόν Capitals: ΟΙΑΚΗΔΟΝ
Transliteration A: oiakēdón Transliteration B: oiakēdon Transliteration C: oiakidon Beta Code: oi)akhdo/n

English (LSJ)

Adv., (οἴαξ) in the manner of an οἴαξ, A.D.Adv.205.4.

Greek (Liddell-Scott)

οἰᾱκηδόν: Ἐπίρρ. κατὰ τρόπον οἴακος, «πᾶν εἰς δὸν λῆγον ἐπίρρημα ποιότητὸς ἐστι παρεμφατικόν, οὐ τόπου, βοτρυδόν, οἰακηδόν, ἀγεληδόν κτλ.» Ἀπολλ. Δύσκ. ἐν Α. Β. 616. 18.

Greek Monolingual

οἰακηδόν (Α)
επίρρ. σαν τον οίακα, με τον τρόπο του οίακα, σαν τιμόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, -ακος «τιμόνι» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. πρυμν-ηδόν)].

German (Pape)

[ᾱ], nach Art eines Steuerruders, Apoll.Dysc. adv. 619.