διαπυρσεύω
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
communicate by beacon, τινί App.Mith.79: metaph., blazon abroad as by beacon-fires, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας τοὺς ἀνθρώπους Plu.Demetr.8: c.gen., Philostr.VA2.22 (v.l.διαπῠρ-πυρσαίνω): —Med., make signals by beacons, Plb.1.19.7.
Spanish (DGE)
1 hacer señales con fuego c. dat. de pers. Μιθριδάτῃ διεπύρσευσεν avisó a Mitrídates con señales de fuego App.Mith.79, tb. en v. med. abs. τοῦ δ' Ἀννίβου διαπυρσευομένου Plb.1.19.7
•fig. mostrar como una antorcha c. dat. instrum. ταχὺ τῇ δόξῃ διαπυρσεύσειν εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους τὰς πράξεις Plu.Demetr.8.
2 iluminar con fuego c. gen. διαπυρσεύοντα τοῦ οὐρανοῦ (el sol) atravesando el cielo con su antorcha Philostr.VA 2.22.
German (Pape)
[Seite 599] dasselbe, Plut. Demetr. 8, τὰς πράξεις τῇ δόξῃ εἰς ἅπαντας ὰνθρώπους. – Med., ein Feuerzeichen geben, πρός τινα, Pol. 1, 19.
French (Bailly abrégé)
éclairer avec une torche.
Étymologie: διά, πυρσεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πυρσεύω bekend maken (als door vuursignalen).
Russian (Dvoretsky)
διαπυρσεύω:
1) досл. освещать (словно) факелом, перен. делать известным, прославлять (τῇ δόξῃ τὰς πράξεις εἰς ἅπαντας ἀνθρώπους Plut.);
2) med. подавать огненные сигналы (πρός τινα Polyb.).
Greek Monolingual
διαπυρσεύω (Α)
1. φωτίζω με πυρσό
2. κάνω σήματα με πυρσό
3. κοινολογώ, διαδίδω.
Greek Monotonic
διαπυρσεύω: μέλ. -σω, ρίχνω φως πάνω σε, φωτίζω, με αιτ., σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
διαπυρσεύω: καταφωτίζω ὡς διὰ πυρσοῦ, Πλούτ. Δημητρ. 8· μετὰ γεν., Φιλόστρ. 74 (δι. γρ. -πυρσαίνω)·― κάμνω σημεῖα διὰ πυρσῶν, Πολύβ. 1. 19, 7.