Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάζευξις

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάζευξις Medium diacritics: κατάζευξις Low diacritics: κατάζευξις Capitals: ΚΑΤΑΖΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katázeuxis Transliteration B: katazeuxis Transliteration C: katazefksis Beta Code: kata/zeucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A yoking, τοῦ ζυγοῦ Hippiatr.103; βοῶν Porph. Abst.3.18: metaph., of marriage, Plu.2.750c. II opp. ἀνάζευξις, encamping, Id.Sull.28, etc.

German (Pape)

[Seite 1348] ἡ, die Verbindung, Plut. amat. 4; – das Ausruhen, Lageraufschlagen, Gegensatz von ἀνάζευξις, Plut. Sull. 28 Anton. 47.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d'atteler, d'accoupler;
2 halte, campement.
Étymologie: καταζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάζευξις -εως, ἡ [καταζεύγνυμι] het opslaan van het kamp:. πρόσταγμα καταζεύξεως opdracht om het kamp op te slaan Plut. Sull. 28.11.

Russian (Dvoretsky)

κατάζευξις: εως ἡ
1) сочетание, соединение (ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plut.);
2) устройство лагеря: πρόσταγμα καταζεύξεως δοῦναι Plut. приказать расположиться лагерем.

Greek Monolingual

κατάζευξις, ἡ (AM) καταζεύγνυμι
1. σύζευξη ανδρογύνου
2. στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξη· αντίθ. προς το ἀνάζευξις, στρατοπέδευση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάζευξις: -εως, ἡ, σύζευξις, ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλούτ. 2. 750C. ΙΙ.ἀντίθετον τῷ ἀνάζευξις, στρατοπέδευσις, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 28, κτλ.

Middle Liddell

κατάζευξις, εως [from καταζεύγνῡμι]
a yoking together:—opp. to ἀνάζευξις, encamping, Plut.