μεγαλόφωνος

From LSJ
Revision as of 14:25, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόφωνος Medium diacritics: μεγαλόφωνος Low diacritics: μεγαλόφωνος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: megalóphōnos Transliteration B: megalophōnos Transliteration C: megalofonos Beta Code: megalo/fwnos

English (LSJ)

ον, A loud-voiced, Hp.Epid.6.4.19 (Sup.), Arist.GA787a12, Pr.899a9: Comp. μεγαλοφωνότερος Luc.Bis Acc.11: Sup. μεγαλοφωνότατος D.S.11.34. Adv. μεγαλοφώνως Poll. 2.113, Suid. s.v. τορόν. 2 loud-talker, bawler, D.19.238. 3 grandiloquent, Philostr.VS2.10.1; ποιητής Id.Ep.16; ὁ μεγαλοφωνότατος, of Pindar, Ath.13.564d; of Homer, Luc.Musc.Enc.5.

German (Pape)

[Seite 108] mit großer, starker, lauter Stimme; D. Sic. 11, 34; Luc. Merc. cond. 23; im compar., bis accus. 11; Plut. Cat. min. 5; καὶ ἀναιδεῖς, Schreier, Dem. 19, 238; im guten Sinne, vom erhabenen Ausdruck, Platon, Plut. plac. phil. 1, 7. – Adv., Schol. Aesch. Ag. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au langage élevé ou sublime.
Étymologie: μέγας, φωνή.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλόφωνος:
1) громогласный, обладающий громким голосом Arst.;
2) крикливый, горланящий (μ. καὶ ἀναιδής Dem.);
3) велеречивый, высокопарный (Πλάτων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλην φωνήν, Ἱππ. 1180G, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 7 κἑξ.· ἐπίθ. -ότατος Διόδ. 11. 34· ἐπίρρ. -νως, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 26, κτλ. 2) ὁ μεγαλοφώνως ὁμιλῶν, «φωνακλᾶς», Δημ. 415. 15. 3) μεγαλορρήμων, Φιλόστρ. 518· μεγαλοφωνότατος, ἐπὶ τοῦ Πινδάρου, Ἀθήν. 564D.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM μεγαλόφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει δυνατή φωνή, βροντόφωνος
2. αυτός που μιλάει δυνατά
αρχ.
(ιδίως για ποιητές) μεγαλήγορος, μεγαλοπρεπής («ὁ μεγαλοφωνότατος Πίνδαρος», Αθήν.).
επίρρ...
μεγαλοφώνως και -α (ΑM μεγαλοφώνως)
με μεγάλη, δυνατή φωνή, δυνατά («απήγγειλε μεγαλοφώνως», Παπαδιαμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ετερόφωνος, φερέφωνος].

Greek Monotonic

μεγᾰλόφωνος: -ον (φωνή), αυτός που διαθέτει δυνατή φωνη, σε Δημ.

Middle Liddell

μεγᾰλό-φωνος, ον φωνή
loud-voiced, Dem.