Ἑλληνίς
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
Dor. Ἑλλανίς, ίδος, ἡ,= fem. of Ἑλλήνιος, Pi.P.11.50; A ἀρεταὶ ἀέθλων Id.Pae.4.23, cf. Cratin.293, Lys.30.18, Th. 1.35, D.18.304, etc.; Ἑ. διάλεκτος, γλῶττα, Phld.D.3.14. II Ἑλληνίς (sc. γυνή), ἡ, Grecian woman, E.El.1076, Men.79. 2 pagan woman, Jul.Ep.112.
Spanish (DGE)
-ίδος
• Alolema(s): dór. Ἑλλανίς Pi.P.11.23, E.Hel.192
I griega
1 griega
a) de mujeres individuales γυνή Hdt.2.181, Sor.2.8.9, D.Chr.11.64, Τρωιὰς οὐδ' Ἑλληνὶς οὐδὲ βάρβαρος γυνή E.Tr.477, cf. Max.Tyr.40.3, κόρη E.l.c., εἰμὶ ... τὸ γένος Ἑ. καὶ Λεσβία τὴν πόλιν Hld.7.12.6, cf. Erot.Fr.Pap.Call.37
•en el Egipto ptol., c. un estatus social diferenciado, op. Αἰγυπτία: γυνὴ Ἑ. Ἀμμωνία Πτολεμαίου PGiss.36.10 (II a.C.)
•subst. Ἡράκλεια ... κάτοικος τῶν ἐν τῷ [Ἀρσινοε] ίτῃ Ἑλληνίδων PFam.Teb.29.28 (II d.C.);
b) de colect. humanos στρατιά Pi.l.c., πανήγυρις IG 5(2).518.9 (Licosura II/III d.C.), esp. frec. c. πόλις Hdt.4.179, 203, Th.1.35, X.HG 2.2.20, Pl.Alc.1.104a, Isoc.4.37, IG 22.126.13 (IV a.C.), SEG 20.665.2 (Egipto II d.C.), Plb.4.21.5, Plu.Pyrrh.11, Paus.5.26.5, Hld.2.26.1, Lib.Decl.11.27, Synes.Astrolab.2, IG 7.26.2 (Mégara V d.C.), op. βάρβαρος: πολίων πασέων ... Ἑλληνίδων καὶ βαρβάρων Hdt.3.139, cf. Th.2.97, D.H.4.23, op. βαρβαρικός: οὐδεμίαν τῶν Ἑλληνίδων πόλεων οὐδὲ τῶν βαρβαρικῶν Pl.Cri.53a;
c) de la tierra, el mar γῆ E.Ba.23, Tr.878, op. βάρβαρος X.An.5.5.16, χθών S.Ai.426, νῆσοι Paus.2.29.6, de países de habla griega ἐν Γαλατίᾳ τῇ Ἑλληνίδι Them.Or.23.299a, ἡ θάλασσα Ἑ. el Mar Griego, e.e., el Egeo, Hdt.7.28;
d) de la lengua διάλεκτος Porph.Plot.17.10, cf. Iust.Phil.1Apol.33.7, Gr.Nyss.Ep.14.6, op. βάρβαρος γλῶσσα: φωνή Artapanus 1, Tat.Orat.37.1, Iust.Nou.146.1, Sch.Er.Il.2.867b, op. βάρβαρος: γραφή Epiph.Const.Mens.M.43.240A;
e) de concr. ναῦς A.Pers.334, E.Io 1160, Hdt.7.179, Tim.15.177, ἐσθής Hdt.4.78
•de abstr. διαγινώσκομαι μὲν ἀρεταῖς ἀέθλων Ἑλλανίσιν Pi.Fr.52d.23, παιδεία I.AI 19.213.
2 entre los judíos y primeros crist. como sinón. de gentil ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑ., συροφοινίκισσα τῷ γένει Eu.Marc.7.26, cf. Epiph.Const.Haer.30.16.9, de mujeres judías de cultura griega πολλοὶ ... ἐπίστευσαν καὶ τῶν Ἑλληνίδων γυναικῶν Act.Ap.17.12, de las creencias griegas paganas τὰ Χριστιανῶν φρονεῖν ἀντὶ τῆς ἑλληνίδος δόξης Philost.HE 2.5, cf. 1.6.
3 como sinón. de pagana por relig. y origen, c. connotación posit., Iul.Ep.112.376c, ἡ δε Ἀβὰ ἑ. μὲν ἦν ἔτι Anon.Mirac.Thecl.18.22, ἑλληνίδα τινὰ γυναῖκα ἐσχηκώς A.Petr.c.Sim.3.
II subst. ἡ Ἑ.
1 mujer griega μόνην δὲ πασῶν οἶδ' ἐγὼ σ' Ἑλληνίδων E.El.1076, τοιγάρ με πολλαῖς μακαρίαν Ἑλληνίδων ἔθηκας E.Med.509, cf. Hyp.Epit.36, Artem.1.53.
2 lengua griega τὴν Ἑλληνίδα ἔσχε poseía la lengua griega Yuvan el antecesor de los jonios, Epiph.Const.Haer.39.8.5, οἱ γὰρ ἑρμηνεῖς ... εἰς τὴν Ἑλληνίδα παρατραπέντες Gr.Nyss.Ar.et Sab.75.3, τῇ Ἑλληνίδι en griego Epiph.Const.Mens.M.43.240B, cf. Hero Mens.60.20, op. la diversidad de dialectos, Gal.8.585.
3 helena ét. fem. de la ciudad de Hélade, St.Byz.s.u. Ἑλλάς.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
hellénique, grecque (terre, île, ville, etc.).
Étymologie: Ἕλλην.
Russian (Dvoretsky)
Ἑλληνίς:
I дор. Ἑλλᾱνίς, ίδος adj. f эллинская, греческая Aesch., Eur., Her., Thuc., Xen.
ίδος ἡ (sc. γυνή) гречанка Eur., NT.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, ίδος, ἡ, ὡς θηλ. τοῦ Ἑλλήνιος, Πίνδ. Π. 11. 75, καὶ παρ’ Ἀττ. Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 4, κτλ. ΙΙ. Ἑλληνὶς (ἐξυπακουομ. γυνὴ) Εὐρ. Ἠλ. 1076.
English (Strong)
feminine of Ἕλλην; a Grecian (i.e. non-Jewish) woman: Greek.
English (Thayer)
ἑλληνιδος, ἡ;
1. a Greek woman.
2. a Gentile woman; not a Jewess (see Ἕλλην, 2): Acts 17:12.
Greek Monotonic
Ἑλληνίς: Δωρ. Ἑλλᾱνίς, -ίδος, ἡ,
I. θηλ. του Ἕλλην, σε Αττ. II. Ἑλληνίς (ενν. γυνή), μία Ελληνίδα γυναίκα, σε Ευρ.
Middle Liddell
I. fem. of Ἕλλην, attic.
II. Ἑλληνίς (v. sub. γυνή) a Grecian woman, Eur.
Chinese
原文音譯:`Ellhn⋯j 赫累你士
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:希臘人
字義溯源:希臘人,希利尼,希利尼人;源自(Ἕλλην)=希臘人),而 (Ἕλλην)又出自(Ἑλλάς)*=希臘)
出現次數:總共(2);可(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 希利尼(1) 徒17:12;
2) 希利尼人(1) 可7:26